oaednews

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Η γενιά της... ολικής ύφεσης

Στην ταινία του 2006 «Τα παιδιά των ανθρώπων» παρουσιαζόταν η δυστοπία ενός κόσμου στον οποίο οι άνθρωποι είχαν χάσει τη δυνατότητα να κάνουν παιδιά.

Δυστυχώς, η πραγματικότητα που οι επιστήμονες βλέπουν να διαγράφεται μπροστά μας δεν απέχει και τόσο απ' την επιστημονική φαντασία των σεναριογράφων καθώς τα παιδιά είναι ήδη είδος εν ανεπαρκεία σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο.
Παράλληλα, το προσδόκιμο ζωής εξακολουθεί να ανεβαίνει ταχύτατα, το ίδιο και η μέση ηλικία του πληθυσμού. Οι συνέπειες απ' τη ραγδαία πληθυσμιακή γήρανση θα είναι τρομερές για το σύστημα ασφάλισης, συντάξεων και περίθαλψης. Στο σύνολό του, όλο το μοντέλο που εξασφάλισε κοινωνική ειρήνη στη Δύση μεταπολεμικά, μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες θα καταστεί μη βιώσιμο.
Η υπογεννητικότητα δεν είναι κάτι καινούργιο στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, ωστόσο η οικονομική κρίση επιδείνωσε την προϋπάρχουσα τάση. Οπως δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat και του ΟΟΣΑ, στα οποία κυρίως βασίστηκαν οι ερευνητές του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών Max Planck (MPIDR) που εδρεύει στο Ροστόκ για την εκπόνηση των συμπερασμάτων τους, όσο περισσότερο αυξάνεται η ανεργία τόσο πέφτουν οι γεννήσεις - υπάρχει δηλαδή μια σχέση αντίστροφης αναλογίας. Σε μελέτη που πρόσφατα δημοσίευσε το γερμανικό ινστιτούτο, εντοπίζεται σχέση μεταξύ ανεργίας και υπογεννητικότητας και στις 28 ευρωπαϊκές χώρες που εξετάστηκαν. Ιδιαίτερα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, οι οποίες είναι οι πιο σοβαρά πληγείσες,
Η επίπτωση των μεταβολών του δείκτη ανεργίας είναι ακόμα και τριπλάσια στις μεταβολές των δεικτών γονιμότητας στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Η ερευνήτρια του MPIDR, Μικαέλα Κρέγιενφελντ, αποδίδει τη διαφοροποίηση στη μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια που επικρατεί σε αυτές.
Μελέτη 
Την ίδια στιγμή, η μελέτη δείχνει ότι η πτώση των δεικτών γεννητικότητας είναι μεγαλύτερη μεταξύ των νέων, οι οποίοι είναι εκείνοι που πλήττονται περισσότερο απ' την ανεργία, ειδικά στον ταλαίπωρο Νότο. Συγκεκριμένα οι γεννήσεις στις ηλικιακές ομάδες 15-19 και 20-24 ετών επηρεάζονται πολύ περισσότερο απ' τις γεννήσεις στις υπόλοιπες ηλικίες. Ανοδος κατά 1% του δείκτη της ανεργίας ρίχνει -κατά μέσον πανευρωπαϊκό όρο- 0.2% τους δείκτες γεννητικότητας (παιδιά ανά γυναίκα) στην ομάδα 15-19 και κατά 0.1% σε αυτήν των 20-24 (η επίπτωση γίνεται 0.3% ανά μονάδα αύξησης της ανεργίας για τις νότιες χώρες).
Αντίθετα, οι ηλικίες άνω των 40 μένουν σχετικά ανεπηρέαστες. Και πάλι, η εξέλιξη αποδίδεται απ' την Κρέγιενφελντ στην ανασφάλεια που νιώθουν σχετικά με το επαγγελματικό μέλλον τους οι νέοι, ανασφάλεια που είναι μεγαλύτερη απ' αυτήν που νιώθουν οι άνω των 40. Εξάλλου, προσθέτει η Γερμανίδα ερευνήτρια, τα περί γεννήσεων σχέδια «αναθεωρούνται πολύ ευκολότερα για τις νέες ηλικίες, παρά για ηλικίες που πλησιάζουν τα βιολογικά όρια γονιμότητας».
Στη μελέτη του MPIDR επισημαίνεται το γεγονός ότι η ύφεση χτύπησε την Ευρώπη σε μια περίοδο που, μετά από πολλές προσπάθειες και κίνητρα που δόθηκαν από αρκετές κυβερνήσεις, η γεννητικότητα είχε αρχίσει ξανά να αυξάνεται. Στην Ιταλία, την Τσεχία, τη Μ. Βρετανία και την Πολωνία, η αύξηση ανακόπηκε λόγω της κρίσης.
Ακόμα μεγαλύτερες συνέπειες είχαμε στην Ισπανία, όπου το κλάσμα παιδιών ανά γυναίκα ήταν το 2000 στο 1.24 και αυξανόταν σε ετήσια βάση ως το 2008, όταν έφτασε στο 1.47.
Το 2009, έτος που η ανεργία έκανε το πρώτο απ' τα μεγάλα άλματά της, απ' το 8.3% στο 11.3%, ο λόγος αυτός υποχώρησε στο 1.40. Μέσα σε τρία χρόνια, ως το 2011, ο αριθμός παιδιών ανά γυναίκα είχε υποχωρήσει στο 1.36, κάτι που συμβαδίζει λογικά με την αύξηση του αριθμού ο αριθμός των ανέργων στην Ισπανία, που στην αρχή του 2008 ήταν 2 εκατομμύρια, ενώ στα τέλη του 2011 ξεπερνούσε τα 4 εκατομμύρια (σήμερα είναι πάνω από 5 εκατομμύρια).
Απεναντίας, σε Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία, όπου ο δείκτης της ανεργίας δεν αυξήθηκε, σημαντικές στατιστικά αλλαγές στις γεννήσεις δεν παρατηρήθηκαν.
Ο ελληνικός Γολγοθάς 
Στη χώρα μας, η πτώση στις γεννήσεις συμβαδίζει με την αύξηση της ανεργίας, παρατηρείται δηλαδή το ίδιο περίπου φαινόμενο με την Ισπανία. Το 2008, χρονιά που η ανεργία κυμάνθηκε γύρω στο 7.6% σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι γεννήσεις έφτασαν τις 118 χιλιάδες περίπου, περισσότερες από κάθε άλλη χρονιά.
Από τα υψηλά εκείνου του έτους, πέσαμε στις 106 χιλιάδες το 2011, τελευταία χρονιά με διαθέσιμα στοιχεία για όλη την επικράτεια, πτώση μεγαλύτερη από 10%. Τα προσωρινά και τοπικά στοιχεία για το 2012 και το 2013 δείχνουν ότι ο ρυθμός μείωσης των γεννήσεων επιταχύνθηκε. Για παράδειγμα, ληξιαρχικά δεδομένα δείχνουν ότι εντός του 2011 σε ολόκληρη τη Μεσσηνία (πλην Κυπαρισσίας) είχαμε 1312 γεννήσεις, το 2012 είχαμε 1184 γεννήσεις, ενώ στο πρώτο εξάμηνο του 2013 οι γεννήσεις ήταν μόλις 454.
Προ κρίσης ήδη, οι προβολές της Eurostat προέβλεπαν ότι στην Ελλάδα ως το 2030, κατά μέσο όρο, οι γεννήσεις θα είναι περίπου 8.7 ανά χίλιους κατοίκους, ενώ οι θάνατοι 10.7 ανά χίλιους κατοίκους. Δηλαδή ο πληθυσμός θα μειώνεται διαρκώς αν εξαιρέσουμε τις μεταναστευτικές ροές, στις οποίες αποδίδεται ολοκληρωτικά η προβλεπόμενη αύξηση του πληθυσμού στη χώρα μας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έγιναν το 2008, ως το 2030 θα είχαμε περίπου 2.3 εκ. γεννήσεις και 2.8 εκ. θανάτους στην Ελλάδα.
Το κενό θα συμπλήρωνε η υποδοχή περίπου 900 χιλιάδων μεταναστών στη χώρα, που, καθώς, κατά κανόνα, πρόκειται για άτομα σε παραγωγική ηλικία, θα βελτίωνε και το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, το οποίο είναι -και αυτό- πανευρωπαϊκό ή μάλλον παγκόσμιο, αφού αφορά όλα τα κράτη με αναπτυγμένες οικονομίες.
Είναι παράδοξο που η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, αύξηση που μάλλον αποτελεί το εντυπωσιακότερο επίτευγμα της προόδου των τελευταίων 200 ετών, μπορεί να διαλύσει τις βάσεις στις οποίες βασίστηκε, τα ασφαλιστικά συστήματα περίθαλψης και υγείας. Ομως, καθότι ο μέσος όρος προσδόκιμου ζωής εξακολουθεί να ανεβαίνει με ρυθμό ταχύτατο, κατά δυόμισι χρόνια ανά δεκαετία ή τρεις μήνες ανά έτος, τα πράγματα δυσκολεύουν.
Οι προβλέψεις των μελετητών του Ινστιτούτου Δημογραφίας Βιέννης (ΟΑW), του Κέντρου Βιτγκενστάιν για τον Πληθυσμό και τη Δημογραφία, καθώς και του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάλυσης Εφηρμοσμένων Συστημάτων (IASA) δείχνουν καθαρά το μελλοντικό αδιέξοδο. Εντός των επόμενων δεκαετιών, η Γηραιά ήπειρος θα έχει μεταμορφωθεί σε ήπειρο των γερόντων.
Ο σχετικός δείκτης αποτυπώνει το πρόβλημα: οι Ευρωπαίοι άνω των 65 ετών θα αντιστοιχούν το 2050 στο 58.7% των Ευρωπαίων με ηλικία 20-64 ετών, από 18.7% που είναι σήμερα. Πιο δυσχερής θα είναι η κατάσταση, σύμφωνα με την ίδια μελέτη του 2012, στην Μάλτα (73%), την Ιταλία (67.9%), τη Γερμανία (67.7%), την Ελλάδα (67.3%) και την Πορτογαλία (66.7%).
Η Αττική 
Ακόμα και τα πιο παρωχημένα- προ κρίσης- στοιχεία της Eurostat έδειχναν ότι ειδικά η Αττική μέχρι το 2030 θα κατοικείται από ανθρώπους ηλικιωμένους, αφού υπολόγιζαν ότι το 29% του πληθυσμού θα είναι άνω των 65 ετών, ενώ ο δείκτης εξάρτησής τους, δηλαδή ο λόγος αυτών προς τους ευρισκόμενους σε παραγωγική ηλικία (20-64) θα έχει φτάσει στο 48.7%. Τα στοιχεία ήταν λίγο καλύτερα για το σύνολο της χώρας, όπου οι άνω των 65 υπολογίζονταν στο 24.2% και ο δείκτης εξάρτησης στο 38.5%, παραμένουν όμως μη διαχειρίσιμα.
Σε μια αντίστροφη ανάγνωση των στατιστικών δημογραφικών δεδομένων, αρκετοί αναλυτές επισημαίνουν τον αντίκτυπο που ήδη φαίνεται να έχει η γήρανση του πληθυσμού στο ΑΕΠ των αναπτυγμένων χωρών, αλλά και των BRICS. Οπως εκτιμούν, αυτή θα επιφέρει μια αρνητική επίδραση έως και 2% στο ΑΕΠ, εξαιτίας των λιγότερων εργαζόμενων και των περισσότερων ηλικιωμένων. Σύμφωνα με την κατάμαυρη ανάγνωση πάνω σε αυτά τα στατιστικά δεδομένα, η οικονομική ύφεση θα είναι η κανονικότητα του μέλλοντος.
300.000 σε μια χρονιά
Οι Γερμανοί εισάγουν εργατικό δυναμικό...
Ισως μια παράμετρος που ακόμη δεν έχει ικανοποιητικά ελεγχθεί απ' τους ερευνητές ως προς το αποτύπωμά της στις μεταβολές και τη σύνθεση των πληθυσμών των ευρωπαϊκών κρατών είναι η επίδραση του μεταναστευτικού ρεύματος από τον Νότο προς τον Βορρά, κυρίως τη Γερμανία. Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι (υψηλού μορφωτικού επιπέδου στην πλειοψηφία τους) εγκαταλείπουν Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία για να εργαστούν στην Γερμανία.
Οι περισσότεροι ή τουλάχιστον πολλοί εξ αυτών ποτέ δεν θα παλιννοστήσουν. Θα κάνουν οικογένειες εκεί όπου εργάζονται και θα συμβάλουν στην προσπάθεια διάσωσης του γερμανικού κοινωνικού μοντέλου, το οποίο αντιμετωπίζει κι αυτό πολλές δυσκολίες εξαιτίας της υπογεννητικότητας.
Οι γερμανικές οικογένειες, αντίθετα με τις γαλλικές ή τις βρετανικές για παράδειγμα, δεν κάνουν πολλά παιδιά. Υπάρχει βέβαια η απροθυμία του κράτους να ενθαρρύνει τις γεννήσεις. Ομως επειδή έχει γίνει μια προβολή για έξι εκατομμύρια λιγότερους εργαζόμενους στη Γερμανία έως το 2025, η γερμανική κυβέρνηση φαίνεται να θορυβήθηκε. Τον περασμένο Μάιο η Ανγκελα Μέρκελ δήλωσε πως είναι ώρα να γίνει κάτι για το πρόβλημα της γήρανσης και της συρρίκνωσης του εργατικού πληθυσμού. «Σίγουρα μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για να είμαστε πιο ανοικτοί στην μετανάστευση», τόνισε η Μέρκελ.
Ανάμεσα σε όσα σίγουρα μπορεί και κάνει η καγκελάριος, προκειμένου να προσελκύει στη χώρα της μετανάστες είναι να σφίγγει τα λουριά της λιτότητας στους εταίρους της του Νότου. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να διπλασιάσει εντός του 2011 τους μετανάστες που δέχτηκε η Γερμανία - συνολικά ξεπέρασαν τις 300 χιλιάδες. Σε σχέση με το 2010, το 2011 οι μετανάστες απ' την Ελλάδα προς τη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 90%, ενώ η ροή απ' την Ισπανία αυξήθηκε κατά 52%.
ΝΙΚΗΤΑΣ ΚΟΥΡΙΔΑΚΗΣ
ethnos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου