oaednews

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 Διαβάστε ολόκληρο το προσχέδιο Νόμου αναφορικά με την οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης.
ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
Οργάνωση Δημόσιας Διοίκησης και άλλες διατάξεις
Άρθρο 1
Περιεχόμενο, έγκριση και τροποποίηση Οργανισμών
1. Η οργάνωση και λειτουργία των υπουργείων, των αυτοτελών δημοσίων
υπηρεσιών, των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, των αποκεντρωμένων διοικήσεων
και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου καθορίζεται με τους Οργανισμούς των
φορέων αυτών, οι οποίοι εγκρίνονται, αντικαθίστανται ή τροποποιούνται με τα
προεδρικά διατάγματα της παραγράφου 2. Η οργάνωση των οργανισμών τοπικής
αυτοδιοίκησης οποιουδήποτε βαθμού διέπεται από τους Οργανισμούς τους, οι οποίοι
εγκρίνονται, αντικαθίστανται και τροποποιούνται σύμφωνα με τις κείμενες ειδικές
διατάξεις και τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου.
Για την έγκριση και τροποποίηση των Οργανισμών των φορέων που αναφέρονται στα
προηγούμενα εδάφια, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης και
των σχετικών πολιτικών που διαμορφώνονται από Κυβερνητικό Συμβούλιο
Μεταρρύθμισης, λαμβάνονται υπόψη εκθέσεις αξιολόγησης των οργανικών μονάδων
τους, οι οποίες συνοδεύονται από περιγράμματα θέσεων, καθηκόντων, αποστολών
και διαδικασιών, καθώς και από σχέδια στελέχωσης.
Σε εφαρμογή των πολιτικών που διαμορφώνονται για τη μεταρρύθμιση της δημόσιας
διοίκησης και των αποφάσεων που λαμβάνονται από το Κυβερνητικό Συμβούλιο
Μεταρρύθμισης σχετικά με τη βελτίωση της οργάνωσης, της λειτουργίας και της
αποτελεσματικότητας, καθώς και για τη βέλτιστη αξιοποίηση των δημοσιονομικών
πόρων των δημοσίων υπηρεσιών, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των
οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, επιτρέπεται να καταργούνται θέσεις προσωπικού
με κοινή απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής
Διακυβέρνησης και του οικείου Υπουργού, η οποία εκδίδεται με βάση τα πορίσματα
που περιέχονται στις εκθέσεις αξιολόγησης των οργανικών μονάδων των φορέων της
παρούσας παραγράφου και στα σχέδια στελέχωσής τους.

2. Οι Οργανισμοί των φορέων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 εγκρίνονται,
αντικαθίστανται ή τροποποιούνται με προεδρικά διατάγματα, τα οποία εκδίδονται με
πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής
Διακυβέρνησης, Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού. Επίσης,
μπορεί να καταρτίζονται ενιαίοι Οργανισμοί για ομάδες νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου. Με τα προεδρικά διατάγματα της παρούσας παραγράφου μπορεί
να αντικαθίσταται, να καταργείται ή να τροποποιείται κάθε ισχύουσα διάταξη νόμου
ή κανονιστικής πράξης, σχετική με την οργάνωση των φορέων του πρώτου εδαφίου
της παραγράφου 1.

3. Με τους Οργανισμούς των φορέων της παραγράφου 1 καθορίζονται:
α) Η αποστολή του φορέα και η διάρθρωση των υπηρεσιών του σε οργανικές μονάδες
(γενικές διευθύνσεις, διευθύνσεις, υποδιευθύνσεις, τμήματα, αυτοτελή και μη,
αυτοτελή γραφεία ).
β) Ο τίτλος και η αποστολή κάθε οργανικής μονάδας.
γ) Οι κλάδοι προσωπικού κατά κατηγορίες, τα τυπικά προσόντα διορισμού ή
πρόσληψης κατά κλάδο και ειδικότητα, καθώς και η κατανομή των οργανικών
θέσεων σε κλάδους και ειδικότητες.
δ) Η γενική περιγραφή προσόντων και καθηκόντων κάθε θέσης ευθύνης.

4. Με τους Οργανισμούς της προηγούμενης παραγράφου μπορεί επίσης να
προβλέπεται:
α) Η κατάργηση ή συγχώνευση υπηρεσιών ή οργανικών μονάδων των φορέων της
παραγράφου 1, καθώς και η μεταφορά των αρμοδιοτήτων τους σε άλλες υπηρεσίες ή
οργανικές μονάδες ή η κατάργησή τους.
β) Η κατανομή του συνόλου ή μέρους των οργανικών θέσεων του φορέα σε
περισσότερους κλάδους ή ειδικότητες κλάδων. Στην περίπτωση αυτή οι κλάδοι και
ειδικότητες από τους οποίους διενεργείται κάθε φορά η πλήρωση των κενών θέσεων
καθορίζονται με την οικεία προκήρυξη.
γ) Η σύσταση ή κατάργηση οργανικών θέσεων κατά κατηγορία και κλάδο.
δ) Η σύσταση νέων κλάδων κατά κατηγορίες, καθώς και η συγχώνευση ή κατάργηση
υφισταμένων με δυνατότητα κατάργησης αντίστοιχων οργανικών θέσεων.
ε) Η μεταφορά οργανικών θέσεων σε άλλους κλάδους, υφιστάμενους ή νέους, της
ίδιας ή άλλης κατηγορίας, καθώς και η ρύθμιση θεμάτων ένταξης υπηρετούντων
υπαλλήλων σε νέους κλάδους της ίδιας κατηγορίας, που προκύπτουν με σύσταση ή
συγχώνευση υφισταμένων. στ) Η σύσταση οργανικών μονάδων χωρίς εσωτερική
διάρθρωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του ν. 2503/1997, η οποία
διατηρείται σε ισχύ. ζ) Κάθε άλλη λεπτομέρεια που αφορά την οργάνωση και λειτουργία της οικείας
υπηρεσίας.
5. α. Οι οργανικές θέσεις των φορέων της παραγράφου 1 κατανέμονται ενιαία κατά
οργανική μονάδα επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης με τους Οργανισμούς της
παραγράφου 1. Η κατανομή του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να τροποποιείται με
αποφάσεις των αρμόδιων Υπουργών ή οργάνων διοίκησης των φορέων, οι οποίες
δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον η τροποποίηση
επιβάλλεται για τη βελτίωση της εσωτερικής λειτουργίας και αποτελεσματικότητας
των υπηρεσιών και διασφαλίζεται η λειτουργική επάρκεια όλων των υφισταμένων
οργανικών μονάδων του φορέα.
β. Η σύνθεση του προσωπικού των Διευθύνσεων καθορίζεται από τον προϊστάμενο
της οικείας Γενικής Διεύθυνσης με βάση την αποστολή κάθε Διεύθυνσης και τις
ανάγκες της υπηρεσίας. Η σύνθεση του προσωπικού οργανικών μονάδων κατώτερου
επιπέδου καθορίζεται από τον προϊστάμενο της οικείας Διεύθυνσης με βάση την
αποστολή κάθε οργανικής μονάδας και τις ανάγκες της υπηρεσίας. Οι πράξεις του
παρόντος εδαφίου αποτελούν ατομικές πράξεις τοποθέτησης των υπαλλήλων και δεν
δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 2
Επιλογή και κινητικότητα προϊσταμένων οργανικών μονάδων
1. Δικαίωμα επιλογής σε θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων επιπέδου Γενικής
Διεύθυνσης, Διεύθυνσης, Τμήματος, αυτοτελούς Τμήματος, και αυτοτελούς γραφείου
και αντιστοίχου επιπέδου οργανικών μονάδων των φορέων της παραγράφου 1 του
άρθρου 1 του παρόντος έχουν οι υπάλληλοι που πληρούν τις προϋποθέσεις του
άρθρου 10 του ν. 4024/2011, όπως αντικαθίσταται με την επόμενη παράγραφο και
ισχύει κάθε φορά.

2. α. Το άρθρο 10 του ν. 4024/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. α. Ως προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης επιλέγονται υπάλληλοι που έχουν
τουλάχιστον δώδεκα (12) έτη υπηρεσίας, έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου
Διεύθυνσης ή Γενικής Διεύθυνσης και δεν έχουν προφανή απόκλιση από την
υλοποίηση της στοχοθεσίας τα προηγούμενα έτη πριν την επιλογή τους. Δεν μπορεί
να κριθεί για την κάλυψη θέσης προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης υπάλληλος που
αποχωρεί αυτοδικαίως από την υπηρεσία σε χρονικό διάστημα το οποίο είναι
μικρότερο των δύο ετών κατά την πρώτη συνεδρίαση του αρμοδίου συλλογικού
οργάνου.
β. Ως προϊστάμενοι Διεύθυνσης ή Υποδιεύθυνσης ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικής
μονάδας επιλέγονται υπάλληλοι οι οποίοι έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου
Τμήματος ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων και δεν έχουν προφανή
απόκλιση από την υλοποίηση της στοχοθεσίας τα προηγούμενα έτη πριν την επιλογή
τους.
γ. Ως προϊστάμενοι Τμήματος, αυτοτελούς Τμήματος και αυτοτελούς γραφείου ή
αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας επιλέγονται υπάλληλοι οι οποίοι δεν έχουν
προφανή απόκλιση από την υλοποίηση της στοχοθεσίας τα προηγούμενα έτη πριν την
επιλογή τους.
δ. Δεν επιλέγονται ως προϊστάμενοι οργανικών μονάδων υπάλληλοι που διανύουν
δοκιμαστική υπηρεσία.
2. Δεν επιτρέπεται να είναι υποψήφιος για την επιλογή προϊσταμένου οργανικής
μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου υπάλληλος στον οποίο έχει επιβληθεί τελεσίδικα
πειθαρχική ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών τεσσάρων (4) μηνών για
οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα μέχρι τη διαγραφή της κατά το άρθρο 145 του
Υπαλληλικού Κώδικα.
3. Τα προσόντα και τα κριτήρια επιλογής πρέπει να συντρέχουν κατά τη λήξη της
προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων. Η ημερομηνία αυτή λαμβάνεται υπόψη και για
τη μοριοδότηση των υποψηφίων, όπου απαιτείται κατά τις κείμενες διατάξεις. Το
κώλυμα επιλογής της παραγράφου 3 δεν πρέπει να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο
λήξης της προθεσμίας υποβολής της αίτησης υποψηφιότητας όσο και κατά την
ημερομηνία τοποθέτησης από το αρμόδιο όργανο.
4. Με την Προκήρυξη για την επιλογή προϊσταμένων καθορίζονται οι κλάδοι ΠΕ, ΤΕ
και ΔΕ, των οποίων οι υπάλληλοι κρίνονται για την πλήρωση θέσεων προϊσταμένων
οργανικών μονάδων ανάλογα με το αντικείμενο των συγκεκριμένων οργανικών
μονάδων και την περιγραφή των καθηκόντων κάθε θέσης ευθύνης. Σε περίπτωση που
λόγω της φύσης των καθηκόντων των προς πλήρωση θέσεων προϊσταμένων
απαιτούνται ειδικότερα ή πρόσθετα προσόντα, αυτά μπορεί να καθορίζονται με την
ίδια Προκήρυξη.
5. Υπάλληλοι οι οποίοι επιλέγονται ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέδου
Τμήματος, αυτοτελούς Τμήματος και αυτοτελούς γραφείου και ανήκουν σε βαθμό
κατώτερο του Βαθμού Γ΄, με την τοποθέτηση τους κατατάσσονται στο Βαθμό Γ΄.
Υπάλληλοι, οι οποίοι επιλέγονται ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέδου
Διεύθυνσης ή Υποδιεύθυνσης και ανήκουν σε βαθμό κατώτερο του Βαθμού Β΄, με
την τοποθέτηση τους κατατάσσονται στο Βαθμό Β΄. Υπάλληλοι, οι οποίοι
επιλέγονται ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης και
ανήκουν σε βαθμό κατώτερο του Α΄, με την τοποθέτηση τους κατατάσσονται στο
Βαθμό Α΄. Σε περίπτωση μη επανεπιλογής σε θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας
ή πρόωρης λήξης της θητείας του, ο υπάλληλος ανακατατάσσεται στο βαθμό που
αντιστοιχεί στο συνολικό χρόνο της υπηρεσίας του, συνυπολογιζομένου του χρόνου
που διήνυσε σε θέση προϊσταμένου. Για τη βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων του
προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στην παρ. 6 του άρθρου
7 του ν. 4024/2011 ποσοστώσεις προαγωγών.
6. Στην περίπτωση που υπάλληλος άλλης δημόσιας υπηρεσίας ή ν.π.δ.δ. επιλεγεί ως
προϊστάμενος οργανικής μονάδας, με την τοποθέτησή του αποσπάται αυτοδίκαια
στην υπηρεσία για την οποία έχει επιλεγεί. Ο χρόνος της υπηρεσίας του
αποσπασμένου υπαλλήλου ως προϊσταμένου οργανικής μονάδας λογίζεται ως χρόνος
πραγματικής υπηρεσίας στην οργανική του θέση για κάθε συνέπεια.
7. Οι τοποθετούμενοι ως προϊστάμενοι εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους
και μετά τη λήξη της θητείας τους ως την τυχόν επανεπιλογή και τοποθέτησή τους ή
την τοποθέτηση νέου προϊσταμένου.»
β. Το άρθρο 11 του ν. 4024/2011 καταργείται.
3. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Διοικητικής
Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν τη διαδικασία, τα ειδικότερα
κριτήρια επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων ανά επίπεδο θέσης ευθύνης και
ιδίως αυτά που αφορούν τη συνδρομή ιδιαίτερων ικανοτήτων ή δεξιοτήτων, τον
τρόπο αξιολόγησης των ανωτέρω κριτηρίων, την κατάρτιση πίνακα κατάταξης των
υποψηφίων, τη διάρκεια ισχύος του πίνακα κατάταξης, την επιλογή και τοποθέτηση
προϊσταμένων από τον πίνακα αυτόν, τα αρμόδια όργανα και τον τρόπο συγκρότησής
τους, εφόσον τα όργανα αυτά είναι συλλογικά, καθώς και κάθε άλλη σχετική
λεπτομέρεια. Με το προεδρικό διάταγμα της παρούσας παραγράφου μπορεί να
καταργείται, να αντικαθίσταται ή να τροποποιείται κάθε διάταξη νόμου ή
κανονιστικής πράξης που ρυθμίζει τα ίδια θέματα.
4. Όσοι επιλέγονται προϊστάμενοι οργανικών μονάδων τοποθετούνται σε αντίστοιχου
επιπέδου οργανικές μονάδες για πέντε (5) έτη. Με την ανάληψη των καθηκόντων
τους οι προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης, Διεύθυνσης, Υποδιεύθυνσης ή
αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων, υπογράφουν συμβόλαιο αποδοτικότητας
με τον οικείο Υπουργό ή με το όργανο διοίκησης του οικείου φορέα ή με το όργανο
το οποίο εξουσιοδοτείται από τον οικείο Υπουργό ή το όργανο διοίκησης του φορέα
να υπογράφει τα συμβόλαια αυτά. Στα συμβόλαια αποδοτικότητας περιγράφονται οι
υποχρεώσεις των προϊσταμένων και οι ποιοτικοί και ποσοτικοί στόχοι που θα πρέπει
να επιτευχθούν καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας τους, καθώς και σε ετήσια βάση. Σε
περίπτωση προφανούς απόκλισης από την επίτευξη των τεθέντων ποιοτικών και
ποσοτικών στόχων μετά τη συμπλήρωση δύο ετών από την τοποθέτηση των
προϊσταμένων, ο οικείος Υπουργός ή όργανο διοίκησης του φορέα μπορεί να
αποφασίσει την πρόωρη λήξη της θητείας τους.
5. Οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης των
Υπουργείων, ν.π.δ.δ. και Αποκεντρωμένων Διοικήσεων μπορεί, εφόσον επιβάλλεται
από το συμφέρον ή τις ανάγκες της δημόσιας υπηρεσίας, να μετακινούνται για
ορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια της θητείας
τους και να τοποθετούνται σε κενές θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων του
ίδιου επιπέδου άλλου φορέα αντίστοιχου αντικειμένου. Μπορεί επίσης να τους
ανατίθενται με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού ή οργάνου διοίκησης του φορέα
στον οποίο υπηρετούν επιτελικά ή ειδικά καθήκοντα. Κατά τη διάρκεια της
υπηρεσίας του σε άλλο φορέα ο μετακινηθείς θεωρείται ως αποσπασμένος σε αυτόν
και η θέση προϊσταμένου που κατείχε στο φορέα προέλευσης καθίσταται κενή. Αν η
μετακίνηση γίνεται για χρονικό διάστημα μικρότερο του υπολοίπου της θητείας του
μετακινουμένου, αυτός αναπληρώνεται στη θέση που κατέχει στο φορέα προέλευσης
από το νόμιμο αναπληρωτή του ή με προσωρινή τοποθέτηση αναπληρωτή. Για τις
μεταβολές αυτές και τη διάρκειά τους εκδίδεται ατομική πράξη του Υπουργού
Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ύστερα από πρόταση
του Υπουργού ή οργάνου διοίκησης του φορέα υποδοχής και σύμφωνη γνώμη του
Υπουργού που προΐσταται του Υπουργείου προέλευσης ή απλή γνώμη του οργάνου
διοίκησης του φορέα προέλευσης.
6. Σε περίπτωση που προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης Υπουργείου, μετά τη λήξη
της θητείας του, δεν επιλέγεται ή δεν τοποθετείται εκ νέου σε θέση προϊσταμένου
οργανικής μονάδας του ίδιου επιπέδου, μπορεί, εφόσον συντρέχει υπηρεσιακή
ανάγκη και κρίνεται ικανός για την άσκηση των σχετικών καθηκόντων, να
αποσπάται, με αίτησή του ή αυτεπαγγέλτως, σε σώματα επιθεώρησης ή ελέγχου ή να
του ανατίθενται επιτελικά ή ειδικά καθήκοντα, διατηρώντας το βαθμό που κατείχε ως
προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης και τις αποδοχές του, οι οποίες δεν μπορεί να είναι
ανώτερες των ομοιοβάθμων του επιθεωρητών ή ελεγκτών ή ανώτερες της θέσης που
κατείχε. Για την απόσπαση εκδίδεται κοινή απόφαση του Υπουργού Διοικητικής
Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του αρμόδιου κατά περίπτωση
Υπουργού.
7. α. Η παρ. 4 του άρθρου 87 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007),
αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Αν κενωθεί ή συσταθεί θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε
επιπέδου και μέχρι την τοποθέτηση, κατόπιν επιλογής ή μετακίνησης, νέου
προϊσταμένου, τα σχετικά καθήκοντα μπορεί να ανατίθενται προσωρινά με απόφαση
του αρμόδιου Υπουργού ή του αρμόδιου οργάνου διοίκησης σε προϊστάμενο
οργανικής μονάδας του ίδιου ή κατώτερου επιπέδου ή σε οποιονδήποτε άλλο
υπάλληλο του οικείου φορέα, εφόσον διαθέτει τα νόμιμα τυπικά προσόντα για την
επιλογή σε θέση προϊσταμένου αντίστοιχου επιπέδου.»
β. Για την εφαρμογή της παρ. 4 του άρθρου 87 του Υ.Κ., όπως αντικαθίσταται με το
προηγούμενο εδάφιο, η συνδρομή του κριτηρίου υλοποίησης της στοχοθεσίας κατά
τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 περ. α-γ του ν. 4024/2011 λαμβάνεται υπόψη μόνο
εφόσον υπάρχουν σχετικά στοιχεία αξιολόγησης του υπαλλήλου.
8. Η θέση σε ισχύ Οργανισμών σύμφωνα με το άρθρο 1 του παρόντος νόμου
συνεπάγεται την αυτοδίκαιη λήξη της θητείας των προϊσταμένων προϋφισταμένων
οργανικών μονάδων του οικείου φορέα. Για την προσωρινή κάλυψη των κενών
θέσεων προϊσταμένων των νέων οργανικών μονάδων μέχρι την επιλογή και
τοποθέτηση προϊσταμένων κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται
αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 87 παρ. 4 του Υπαλληλικού Κώδικα. Μέχρι την
επιλογή και τοποθέτηση νέων προϊσταμένων ή την προσωρινή ανάθεση καθηκόντων
κατά το προηγούμενο εδάφιο, οι υφιστάμενες κατά τη δημοσίευση του Οργανισμού
οργανικές μονάδες εξακολουθούν να λειτουργούν και καθήκοντα προϊσταμένων σε
αυτές ασκούν οι κατά τον ίδιο χρόνο προϊστάμενοι ή αναπληρωτές τους.
Άρθρο 3
Κινητικότητα υπαλλήλων
Για την κινητικότητα του προσωπικού των φορέων της παραγράφου 1 του άρθρου 1
του παρόντος νόμου εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα
(ν. 3528/2007), όπως ισχύουν, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου πρώτου, παρ. Ζ,
υποπαρ. Ζ.1 και Ζ.2, του ν. 4093/2012 και των οικείων κανονιστικών πράξεων.
Άρθρο 4
Ρύθμιση οργανωτικών θεμάτων των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα
1. Νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, κρατικές ή δημόσιες επιχειρήσεις και
οργανισμοί, νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που επιδιώκουν κοινωφελείς ή
άλλους δημόσιους σκοπούς, καθώς και θυγατρικές εταιρείες των ανωτέρω νομικών
προσώπων μπορεί να καταργούνται, να συγχωνεύονται ή να αναμορφώνονται, καθώς
και να καταργείται, αντικαθίσταται ή τροποποιείται κάθε νομοθετική ή κανονιστική
διάταξη σχετική με τη σύσταση, την οργάνωση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητές
τους με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Διοικητικής
Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, του Υπουργού Οικονομικών και
του καθ’ ύλην αρμόδιου Υπουργού.
2. Τα νομικά πρόσωπα που υπάγονται στην προηγούμενη παράγραφο καθορίζονται
στο Παράρτημα που προσαρτάται στον παρόντα νόμο.

Άρθρο 5
Πιστοποιητικά Υγείας
Η παρ. 2 του άρθρου 7 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων
και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. ( Υπαλληλικός Κώδικας, ν. 3528/2007) αντικαθίσταται ως
εξής:
«2. Η υγεία και η φυσική καταλληλότητα των υποψήφιων υπαλλήλων να ασκήσουν τα
καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης, πιστοποιούνται από δημόσιο νοσοκομείο ή άλλο
δημόσιο φορέα παροχής υγειονομικής περίθαλψης με βάση παραπεμπτικό έγγραφο,
στο οποίο περιγράφονται από την υπηρεσία, σε γενικές γραμμές, τα καθήκοντα της
θέσης που πρόκειται να καταληφθεί.»
Άρθρο 6
Αναρρωτικές Άδειες
Η παράγραφος 1 του άρθρου 54 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών
Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός Κώδικας, ν.
3528/2007, ΦΕΚ 26/Α΄) όπως έχει τροποποιηθεί με την παράγραφο 1 του άρθρου 30
του ν. 3731/2008 (ΦΕΚ 263/Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Στον υπάλληλο που είναι ασθενής ή χρειάζεται να αναρρώσει, χορηγείται
αναρρωτική άδεια με αποδοχές τόσων μηνών όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας του, από
την οποία αφαιρείται το σύνολο των αναρρωτικών αδειών που τυχόν έχει λάβει μέσα
στην προηγούμενη οκταετία. Αναρρωτική άδεια χορηγούμενη χωρίς διακοπή δεν
μπορεί να υπερβεί τους δώδεκα (12) μήνες. Χρόνος υπηρεσίας τουλάχιστον έξι (6)
μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος. Υπάλληλος ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει χρόνο
υπηρεσίας έξι (6) μηνών, δικαιούται να λάβει τις βραχυχρόνιες άδειες που
προβλέπονται. Μετά την εξάντλησή τους ο υπάλληλος δικαιούται άδεια άνευ
αποδοχών.»
Άρθρο 7
Το άρθρο 55 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών
Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός Κώδικας, ν. 3528/2007, ΦΕΚ
26/Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 55
Χορήγηση αναρρωτικής άδειας
1. Η αναρρωτική άδεια χορηγείται ανά μήνα με εξαίρεση την περίπτωση των
δυσίατων νοσημάτων όπως αυτά ορίζονται με την απόφαση της παραγράφου 4 του
άρθρου 54 που χορηγείται ανά εξάμηνο κατ` ανώτατο όριο.
2. Βραχυχρόνιες αναρρωτικές άδειες χορηγούνται:
α) με γνωμάτευση του θεράποντος ιατρού έως τρεις (3) ημέρες κάθε φορά και όχι
περισσότερες από έξι (6) κατ` έτος και
β) με γνωμάτευση του διευθυντή κλινικής ή του επικεφαλής μονάδας δημόσιου
νοσοκομείου έως πέντε (5) ημέρες κάθε φορά και όχι περισσότερες από δέκα (10)
κατ` έτος.
Το σύνολο των βραχυχρόνιων αναρρωτικών αδειών των περιπτώσεων α` και β’ δεν
υπερβαίνει αθροιστικά τις δέκα (10) ημέρες το χρόνο.
3. Ο υπάλληλος υποχρεούται να δεχτεί την επίσκεψη του ελεγκτή ιατρού.
4. Η αποστολή ιατρού για έλεγχο υπαλλήλου, που κάνει χρήση βραχυχρόνιων
αναρρωτικών αδειών κατ` επανάληψη, είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία.»
Άρθρο 8
Το άρθρο 56 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων
και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός Κώδικας, ν. 3528/2007, ΦΕΚ 26/Α΄)
αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 56
Διαδικασία χορήγησης αναρρωτικής άδειας και διαχείρισης λοιπών ζητημάτων υγείας
των υπαλλήλων
1. Ο υπάλληλος που κωλύεται να προσέλθει στην εργασία του λόγω ασθενείας
ενημερώνει την υπηρεσία για την αδυναμία αυτή την ίδια ημέρα.
2. Η υπηρεσία χορηγεί την αναρρωτική άδεια ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου. Η
αίτηση για αναρρωτική άδεια υποβάλλεται εντός επτά (7) ημερών από την απουσία
του υπαλλήλου λόγω ασθενείας. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης που δεν
οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας, γίνεται ανάλογη περικοπή της αναρρωτικής
άδειας και των αντίστοιχων αποδοχών με ευθύνη του οργάνου που είναι αρμόδιο για
την έκδοση της απόφασης χορήγησης της. Η υπηρεσία σε όλως ειδικές περιπτώσεις
μπορεί να κινεί τη διαδικασία χορήγησης αναρρωτικής άδειας αυτεπαγγέλτως.
3. Αναρρωτική άδεια πέραν των δέκα (10) ημερών κατ` έτος χορηγείται από την
υπηρεσία, ύστερα από γνωμάτευση Δ/ντη Κλινικής ή επικεφαλής μονάδας Δημόσιου
Νοσοκομείου με την περικοπή των αποδοχών μίας (1) ημέρας για κάθε άδεια ως οκτώ
(8) ημερολογιακές ημέρες. Κατ΄ εξαίρεση χορηγείται με πλήρεις αποδοχές η
αναρρωτική άδεια:
α) Λόγω δυσίατου νοσήματος, εφόσον υπάρχει γνωμάτευση της αρμόδιας ειδικής
υγειονομικής επιτροπής του άρθρου 165,
β) Λόγω προβλήματος κύησης,
γ) Λόγω νοσηλείας τεσσάρων (4) ημερών τουλάχιστον σε δημόσιο νοσοκομείο
δ) Κατόπιν χειρουργικής επέμβασης σε δημόσιο νοσοκομείο
4. Άδεια διάρκειας πέραν των 10 ημερών κατ’ έτος για ψυχική νόσο χορηγείται
ύστερα από γνωμάτευση της ειδικής υγειονομικής επιτροπής του άρθρου 165 του
παρόντος.
5. H υπηρεσία υποχρεούται να αποστέλλει αμελλητί, και όχι πέραν των 10 ημερών,
την αίτηση του υπαλλήλου, για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 165 του
παρόντος, στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή του ίδιου άρθρου. Την αίτηση
συνοδεύει υποχρεωτικά έγγραφο, το οποίο περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:
-Έτη υπηρεσίας του υπαλλήλου και ακριβής αριθμός μηνών και ημερών
-Αριθμός των αναρρωτικών αδειών που έλαβε ο υπάλληλος το τρέχον έτος και κατά
την τελευταία 8ετία
- Αριθμός αναρρωτικών αδειών για ψυχική νόσο, κατά περίπτωση, που έλαβε ο
υπάλληλος το τρέχον έτος και κατά την τελευταία 8ετία
6. Το αρμόδιο για τη χορήγηση της αναρρωτικής άδειας όργανο είτε χορηγεί
ολόκληρη την άδεια που προτείνει η ειδική υγειονομική επιτροπή ή, εάν κρίνει τη
γνωμάτευση της ως αναιτιολόγητη, παραπέμπει τον ενδιαφερόμενο για εξέταση στην
επιτροπή προσφυγών του άρθρου 166.
7. Η αίτηση υπαλλήλου για παράταση αναρρωτικής άδειας υποβάλλεται το αργότερο
μέσα στο τελευταίο δεκαπενθήμερο του χρόνου της άδειας που του έχει χορηγηθεί.
8. Μετά τη λήξη του ανωτάτου χρονικού ορίου αναρρωτικής άδειας, η υπηρεσία ή ο
υπάλληλος με αίτησή του, μπορούν να απευθύνονται, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, στην
αρμόδια ειδική υγειονομική επιτροπή για γνωμοδότηση περί του ιάσιμου ή μη της
νόσου. Στη δεύτερη περίπτωση και αφού η γνωμάτευση γίνει οριστική, ο υπάλληλος
απολύεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 153. Οι προϊστάμενες αρχές της οικείας
υπηρεσίας μπορούν να παραπέμπουν και αυτεπαγγέλτως υπαλλήλους στις αρμόδιες
ειδικές υγειονομικές επιτροπές για απόλυση τους, εάν κρίνουν ότι δεν μπορούν να
εκτελούν τα καθήκοντα τους λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας και πριν
χορηγηθεί αναρρωτική άδεια ή μετά τη λήξη αναρρωτικής άδειας.
9. Κατά της γνωμοδότησης αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής για απόλυση εκ της
υπηρεσίας λόγω ασθένειας, δικαιούται ο ενδιαφερόμενος να ασκήσει προσφυγή σε
αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της
υγειονομικής επιτροπής ενώπιον της επιτροπής προσφυγών του άρθρου 166. Στην
ίδια επιτροπή μπορεί να ασκήσει προσφυγή ο υπάλληλος κατά της γνωμάτευσης της
αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής με την οποία κρίθηκε ικανός για ανάληψη
υπηρεσίας.
10. Ο υπάλληλος είναι υποχρεωμένος να παρουσιάζεται για ιατρική εξέταση, με
αποκλειστικά δική του ευθύνη και μέσα, εφόσον το ζητήσει η επιτροπή. Η υπηρεσία
οφείλει να διευκολύνει τον υπάλληλο προκειμένου να παρουσιαστεί ενώπιον της
επιτροπής. Αν ο υπάλληλος υπαιτίως δεν παρουσιαστεί, και η διαδικασία έχει κινηθεί
με αίτηση του, τότε απορρίπτεται το αίτημά του. Στην περίπτωση που η παραπομπή
του από την υπηρεσία αφορά σε απόλυσή λόγω σωματικής ή πνευματικής
ανικανότητας, και εφόσον δεν παραστεί δύο (2) φορές μετά από πρόσκληση της
επιτροπής, τότε η επιτροπή γνωμοδοτεί με βάση τα διαθέσιμα έγγραφα.
11. Ο υπάλληλος, ο οποίος βρίσκεται δικαιολογημένα εκτός της έδρας του,
υποχρεούται, αμέσως μόλις ασθενήσει και εφόσον πρόκειται για αίτηση χορήγησης
αναρρωτικής άδειας πέραν των δέκα (10) ημερών κατ’ έτος λόγω δυσίατης ασθένειας
ή λόγω ψυχικής νόσου να υποβάλει αίτηση χορήγησης αναρρωτικής άδειας στην
πλησιέστερη υγειονομική επιτροπή. Αν η υγειονομική επιτροπή δεν εξετάσει τον
υπάλληλο έως ότου επανέλθει στην έδρα του, για λόγους μη οφειλόμενους σε
υπαιτιότητά του, υποχρεούται να διαβιβάσει την αίτηση με τα σχετικά δικαιολογητικά
στην υγειονομική επιτροπή της έδρας του υπαλλήλου.
12. Η αρμόδια υγειονομική επιτροπή μπορεί να παραπέμπει υπάλληλο για
παρακολούθησή του σε νοσηλευτικό ίδρυμα εφόσον κρίνει ότι για τη χορήγηση
οιασδήποτε γνωμάτευσης τούτο είναι αναγκαίο.
13. Ειδικές διατάξεις για έλεγχο της κατ` οίκον ασθένειας των υπαλλήλων
διατηρούνται σε ισχύ.»
Άρθρο 9
Διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας
Το άρθρο 100 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών
Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός Κώδικας, ν. 3528/2007, ΦΕΚ
26/Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 100
Διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας
1. Ο υπάλληλος τίθεται, αυτεπάγγελτα ή με αίτηση του, σε διαθεσιμότητα λόγω
ασθένειας, όταν αυτή παρατείνεται πέρα από το μέγιστο χρόνο αναρρωτικής άδειας
του άρθρου 54 του παρόντος.
2. Η διαθεσιμότητα αρχίζει από τη λήξη της αναρρωτικής άδειας και δεν μπορεί να
υπερβεί το ένα (1) και για τα δυσίατα νοσήματα τα δύο (2) έτη.
3. Κατά το τελευταίο δίμηνο πριν από τη λήξη του ανώτατου ορίου διαθεσιμότητας οι
ειδικές υγειονομικές επιτροπές του άρθρου 165 υποχρεούνται, ύστερα από ερώτημα
της υπηρεσίας, να γνωμοδοτήσουν για την ικανότητα του υπαλλήλου να επανέλθει
στα καθήκοντα του. Αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται
υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 153 του παρόντος. Ο υπάλληλος μπορεί να
παραπεμφθεί προς εξέταση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, ύστερα από αίτηση
του ή αυτεπάγγελτα και πριν από το χρόνο λήξης της διαθεσιμότητας. Στην περίπτωση
αυτή, αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται υποχρεωτικά με
τη λήξη του χρόνου της διαθεσιμότητας.
4. Οι διατάξεις των άρθρων 31-35 του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται και για τους
υπαλλήλους που τίθενται σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας.»
Άρθρο 10
Υγειονομικές Επιτροπές
Το άρθρο 164 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών
Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός Κώδικας, ν. 3528/2007, ΦΕΚ
26/Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 164
Είδη υγειονομικών επιτροπών
1. Αρμόδιες να αποφαίνονται για θέματα υγείας των υπαλλήλων είναι οι υγειονομικές
επιτροπές που διακρίνονται σε: α) ειδικές και β) προσφυγών.
2. Αρμόδιες να γνωματεύουν προκειμένου να χορηγηθούν αναρρωτικές άδειες σε
μονίμους υπαλλήλους του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,
οι οποίοι κατά τη μονιμοποίηση τους διατήρησαν την υγειονομική ασφάλιση του
Ι.ΚΑ, είναι οι οικείες υγειονομικές επιτροπές του Ι.ΚΑ.»
Άρθρο 11
Το άρθρο 165 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών
Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός Κώδικας, ν. 3528/2007, ΦΕΚ
26/Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Άρθρο 165
Ειδικές υγειονομικές επιτροπές
1. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας σε κάθε Περιφέρεια συνιστώνται μία ή
περισσότερες ειδικές υγειονομικές επιτροπές αποτελούμενες από τρεις (3) ιατρούς
δημοσίων νοσοκομείων οποιασδήποτε βαθμίδας, που υπηρετούν στην Περιφέρεια. Με
την ίδια απόφαση ορίζεται η συγκρότηση των ειδικών υγειονομικών επιτροπών κατά
ειδικότητα σε σχέση προς τα είδη των δυσίατων νοσημάτων, η χωρική αρμοδιότητα
τους και ο τρόπος λειτουργίας τους.
2. Οι ειδικές υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν αποκλειστικά:
α) για τη χορήγηση αναρρωτικών αδειών σε υπαλλήλους που πάσχουν από δυσίατα
νοσήματα
β) για την απόλυση από την υπηρεσία των υπαλλήλων, εφόσον δεν μπορούν να
εκτελούν τα καθήκοντα τους, λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας
γ) για τη χορήγηση αναρρωτικής άδειας λόγω ψυχικής νόσου όταν αυτή ξεπερνά τις
10 ημέρες κατ’ έτος καθώς και για περιπτώσεις που παραπέμπονται από την υπηρεσία
δ) για το χαρακτηρισμό νοσημάτων που χρήζουν νοσηλείας για τη χορήγηση άδειας
έως είκοσι δύο (22) εργάσιμων ημερών το χρόνο, σύμφωνα με τις διατάξεις του
άρθρου 50 παρ. 2 του παρόντος
ε) για την κρίση της αποκατάστασης της υγείας όσων αναδιορίζονται σύμφωνα με το
άρθρο 21 του παρόντος και
η) για κάθε άλλο θέμα υγείας του υπαλλήλου το οποίο έχει σχέση με τα υπηρεσιακά
του καθήκοντα.
Οι γνωματεύσεις των επιτροπών αυτών υπόκεινται σε προσφυγή στις επιτροπές του
άρθρου 166 του παρόντος μόνο εκ μέρους της υπηρεσίας, μέσα σε προθεσμία δέκα
(10) ημερών από τη γνωστοποίηση τους. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφύγει στις
επιτροπές του άρθρου 166 του παρόντος μέσα στην ίδια προθεσμία μόνο στην
περίπτωση της απόλυσης του από την υπηρεσία λόγω σωματικής ή πνευματικής
ανικανότητας.
3. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τον Ιανουάριο
κάθε δεύτερου έτους, ορίζονται τα μέλη των επιτροπών αυτών, μετά από πρόταση
των οικείων ιατρικών τμημάτων των νοσοκομείων, καθώς και ο γραμματέας. Η
υπόδειξη ιατρών κατάλληλων ειδικοτήτων εκ μέρους των νοσοκομείων προκειμένου
να συμμετάσχουν στις επιτροπές είναι υποχρεωτική.
4. Η υπηρεσία οφείλει να γνωστοποιεί άμεσα και ενυπογράφως στον υπάλληλο τις
αρνητικές αποφάσεις των ειδικών υγειονομικών επιτροπών.
5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής
Διακυβέρνησης και Υγείας, καθορίζεται ο τρόπος λειτουργίας των ειδικών
υγειονομικών επιτροπών, ο τρόπος εξέτασης των υπαλλήλων και κάθε άλλη σχετική
λεπτομέρεια.»
Άρθρο 12
Πειθαρχικά - Αργία
Η περίπτωση γ΄ της παρ.3 του άρθρου 103 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων
Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (Υπαλληλικός
Κώδικας, Ν. 3528/2007), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο του
Ν.4057/2012 και στη συνέχεια με την περ.1 της υποπαραγράφου Ζ.3. άρθρου
πρώτου Ν.4093/2012, αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) μετά από απόφαση του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου με την οποία ο
υπάλληλος απαλλάσσεται από την πειθαρχική ευθύνη ή του επιβάλλεται πειθαρχική
ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση για πειθαρχικό παράπτωμα
της περίπτωσης ε` της παραγράφου 1, ή μετά από σχετική βεβαίωση του προέδρου
του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου.
Ο υπάλληλος επανέρχεται στην υπηρεσία του από την κοινοποίηση σε αυτόν της
αντίστοιχης διαπιστωτικής πράξης.
Εφόσον έχει επιβληθεί αυτοδίκαιη αργία στις περιπτώσεις β`, γ`,δ` και ε` της
παραγράφου 1, η οποία δεν έχει αρθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, και δεν έχει
επιβληθεί στον υπάλληλο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, το πειθαρχικό
συμβούλιο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση γνωμοδοτεί μετά την πάροδο ενός έτους
από τη θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία και κάθε επόμενο έτος σχετικά με
την τυχόν συνδρομή λόγων που καθιστούν μη αναγκαία τη συνέχιση της. Το όργανο
που είναι αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου, εφόσον κρίνει, μετά την ανωτέρω
γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου ή μετά από γνωμοδότηση του ίδιου
συμβουλίου που μπορεί να ζητηθεί οποτεδήποτε, ότι με βάση τις ιδιαίτερες
περιστάσεις της υπόθεσης ή/ και το συμφέρον της υπηρεσίας δεν είναι αναγκαία η
συνέχιση της αργίας, μπορεί να διατάσσει την αναστολή της και την επάνοδο του
υπαλλήλου στα καθήκοντα του ή τη μετακίνηση του σύμφωνα με το άρθρο 66. Την
αναστολή της αργίας, μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε και ο υπάλληλος με αίτησή
του προς το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, το οποίο αποφασίζει μετά την τήρηση
της ως άνω διαδικασίας και εφόσον συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις.
Το πειθαρχικό συμβούλιο, γνωμοδοτεί το αργότερο σε προθεσμία τριάντα (30)
ημερών από την περιέλευση σε αυτό του σχετικού αιτήματος. Σε περίπτωση
άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας, ο υπάλληλος παραμένει σε αργία.
Η αναστολή της αργίας μπορεί να διατάσσεται και για ορισμένο χρόνο και να
ανακαλείται οποτεδήποτε, εφόσον επιβάλλεται από το συμφέρον της υπηρεσίας και
ιδίως σε περίπτωση υποτροπής, που οφείλεται στην τέλεση οποιουδήποτε νέου
παραπτώματος από τον υπάλληλο.»
Άρθρο 13
Η παρ. 4 του άρθρου 107 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών
Υπαλλήλων (Ν.3584/2007), όπως αντικαταστάθηκε με την περ.3 της υποπαραγράφου
Ζ.3. άρθρου πρώτου Ν.4093/2012, αντικαθίσταται ως εξής:
« 4. Εφόσον έχει επιβληθεί αυτοδίκαιη αργία στις περιπτώσεις β`, γ`, δ` και ε` της
παραγράφου 1, η οποία δεν έχει αρθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2, και δεν έχει
επιβληθεί στον υπάλληλο πειθαρχική ποινή οριστικής παύσης, το πειθαρχικό
συμβούλιο στο οποίο εκκρεμεί η υπόθεση γνωμοδοτεί μετά την πάροδο ενός έτους
από τη θέση του υπαλλήλου σε αυτοδίκαιη αργία και κάθε επόμενο έτος σχετικά με
την τυχόν συνδρομή λόγων που καθιστούν μη αναγκαία τη συνέχιση της. Το όργανο
που είναι αρμόδιο για το διορισμό του υπαλλήλου, εφόσον κρίνει μετά την ανωτέρω
γνωμοδότηση του πειθαρχικού συμβουλίου ή μετά από γνωμοδότηση του ίδιου
συμβουλίου που μπορεί να ζητηθεί οποτεδήποτε, ότι με βάση τις ιδιαίτερες
περιστάσεις της υπόθεσης ή/ και το συμφέρον της υπηρεσίας δεν είναι αναγκαία η
συνέχιση της αργίας, μπορεί να διατάσσει την αναστολή της και την επάνοδο του
υπαλλήλου στα καθήκοντα του ή τη μετακίνηση του σύμφωνα με το άρθρο 66. Την
αναστολή της αργίας, μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε και ο υπάλληλος με αίτησή
του προς το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, το οποίο αποφασίζει μετά την τήρηση
της ως άνω διαδικασίας και εφόσον συντρέχουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις.
Το πειθαρχικό συμβούλιο, γνωμοδοτεί το αργότερο σε προθεσμία τριάντα (30)
ημερών από την περιέλευση σε αυτό του σχετικού αιτήματος. Σε περίπτωση
άπρακτης παρέλευσης της ως άνω προθεσμίας, ο υπάλληλος παραμένει σε αργία.
Η αναστολή της αργίας μπορεί να διατάσσεται και για ορισμένο χρόνο και να
ανακαλείται οποτεδήποτε, εφόσον επιβάλλεται από το συμφέρον της υπηρεσίας και
ιδίως σε περίπτωση υποτροπής, που οφείλεται στην τέλεση οποιουδήποτε νέου
παραπτώματος από τον υπάλληλο.»
Άρθρο 14
Θέματα Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης
1. Οι διατάξεις του άρθρου 2 του π.δ. 57/2007 (ΦΕΚ 59 Α΄), όπως ισχύουν,
αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Το Ε.Κ.Δ.Δ.Α. διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελείται από:
(α) τον Πρόεδρο του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.,
(β) τον Αντιπρόεδρο,
(γ) τους Διευθυντές των εκπαιδευτικών μονάδων του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.,
(δ) τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Προγραμματισμού και Ανάπτυξης Ανθρώπινου
Δυναμικού της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού του
Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης,
(ε) τρεις εμπειρογνώμονες, έκαστος σε διαφορετικό γνωστικό αντικείμενο, με
εμπειρία κυρίως σε θέματα δημόσιας διοίκησης, ηλεκτρονικής διακυβέρνησης,
διαβούλευσης, οικονομικής διαχείρισης, επίλυσης συγκρούσεων, κοινωνικών
δικτύων, διαφάνειας, δια βίου μάθησης, εκ των οποίων ένας τουλάχιστον να είναι
απόφοιτος της Ε.Σ.Δ.Δ.Α.,
(στ) έναν εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδας (Κ.Ε.Δ.Ε.),
(ζ) έναν εκπρόσωπο της Ανώτατης Διοίκησης Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων
Ελλάδας (Α.Δ.Ε.Δ.Υ.)
(η) έναν εκπρόσωπο της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας (ΕΝ.ΠΕ.) και
(θ) έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Οργανισμών
Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Π.Ο.Ε. - Ο.Τ.Α.).
2. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος επιλέγονται μεταξύ επιστημόνων εγνωσμένου
κύρους και ειδικής εμπειρίας από τους επιστημονικούς κλάδους που απαριθμούνται
στο στοιχείο ε΄ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή από άλλους
επιστημονικούς κλάδους, εφόσον έχουν ασκήσει διοικητικά καθήκοντα υψηλής
ευθύνης. Στην περίπτωση ορισμού μέλους Δ.Ε.Π. πλήρους απασχόλησης ως
Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και
Αυτοδιοίκησης, αυτός τελεί σε αναστολή άσκησης των καθηκόντων του κατά τα
οριζόμενα στο άρθρο 24 παράγραφοι 4 στοιχείο ε΄ και 5 του ν. 4009/2011 (ΦΕΚ
195 Α΄) όπως ισχύει και λαμβάνει αποκλειστικά τις προβλεπόμενες για τον Πρόεδρο
ή τον Αντιπρόεδρο του Ε.Κ.Δ.Δ.Α. αποδοχές, με την επιφύλαξη των διατάξεων των
παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του ν. 3833/2010 ( ΦΕΚ 40 Α΄) όπως ισχύει.
3. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος, καθώς και τα μέλη που μνημονεύονται στα στοιχεία
δ΄, ε΄, στ΄, ζ΄, η΄, και θ΄ της παραγράφου 1 με τους αναπληρωτές τους, διορίζονται
για τριετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί, με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής
Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Με απόφαση των Υπουργών
Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών
καθορίζονται οι αποδοχές του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, καθώς και η
αποζημίωση των μελών και του γραμματέα του Δ.Σ. Ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος
και τα μέλη του Δ.Σ. του Ε.Κ.Δ.Δ.Α. συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους και
μετά τη λήξη της θητείας τους μέχρι την ανανέωσή της ή το διορισμό νέων μελών
σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.
4. Η θητεία του Προέδρου, του Αντιπρόεδρου και των μελών του Δ.Σ. που
αναφέρονται στο στοιχείο ε΄ της παραγράφου 1 μπορεί να διακοπεί σε περίπτωση
σοβαρής παράβασης ή σοβαρής αμέλειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους
με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής
Διακυβέρνησης.
5. Το Δ.Σ. ύστερα από εισήγηση του Προέδρου ορίζει ως γραμματέα του Δ.Σ.
υπάλληλο του Κέντρου, καθώς και τον αναπληρωτή του».
2. Στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 3 του π.δ. 57/2007, όπως ισχύει, η φράση
«Γενικός Γραμματέας» αντικαθίσταται με τη φράση «Αντιπρόεδρος του Δ.Σ.».
3. Το άρθρο 4 του π.δ. 57/2007, όπως ισχύει, καταργείται.
4. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 5 του π.δ. 57/2007, όπως ισχύει, η φράση «το
Γενικό Γραμματέα» αντικαθίσταται με τη φράση «τον Αντιπρόεδρο του Δ.Σ.».
5. Στο άρθρο 6 του π.δ. 57/2007, όπως ισχύει προστίθενται παράγραφοι 2, 3 και 4 ως
ακολούθως:
«2. Ο Πρόεδρος του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.:
(α) προΐσταται των εκπαιδευτικών και υπηρεσιακών μονάδων του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.,
(β) εκτελεί τις αποφάσεις του Δ.Σ. και εγκρίνει όλες τις δαπάνες μέχρι του ποσού που
προβλέπεται κάθε φορά από το νόμο για την προκήρυξη πρόχειρου διαγωνισμού,
(γ) συνιστά ομάδες μελέτης, έρευνας και σχεδιασμού,
(δ) έχει την ευθύνη της εκμετάλλευσης και διαχείρισης των ακινήτων του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.
και των εγκαταστάσεών του,
(ε) μεριμνά για την εκποίηση ή την καταστροφή του περιττού και άχρηστου υλικού,
(στ) εγκρίνει τις μετακινήσεις του προσωπικού του Ε.Κ.Δ.Δ.Α. στο εσωτερικό και
στο εξωτερικό,
(ζ) εισηγείται στο Δ.Σ. του Ε.Κ.Δ.Δ.Α. τα μέτρα που απαιτούνται για την εκπλήρωση
των σκοπών του,
(η) υποβάλλει για έγκριση στο Δ.Σ. του Ε.Κ.Δ.Δ.Α. τον προϋπολογισμό εσόδων και
εξόδων, τον απολογισμό και τον ισολογισμό του Ε.Κ.Δ.Δ.Α., καθώς και το
πρόγραμμα προμηθειών του και
(θ) εισηγείται στο Δ.Σ. για θέματα οργάνωσης και λειτουργίας του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.
3. Ο Πρόεδρος του Ε.Κ.Δ.Δ.Α. μπορεί να μεταβιβάζει αρμοδιότητές του ή το
δικαίωμα υπογραφής στον Αντιπρόεδρο του Δ.Σ. και στους προϊσταμένους των
εκπαιδευτικών και υπηρεσιακών μονάδων του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.
4. Ο Πρόεδρος του Ε.Κ.Δ.Δ.Α., όταν ελλείπει, απουσιάζει ή κωλύεται,
αναπληρώνεται από τον Αντιπρόεδρο».
6. Το άρθρο 10Α του π.δ. 57/2007, όπως ισχύει, καταργείται.
7. Μέχρι το διορισμό του νέου Δ.Σ. του Ε.Κ.Δ.Δ.Α. κατά τα ειδικότερα οριζόμενα
στο παρόν άρθρο, εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους ο Γενικός
Γραμματέας του Ε.Κ.Δ.Δ.Α. και το υφιστάμενο Δ.Σ., όπως το τελευταίο έχει
συγκροτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 68 παρ. 6 του ν. 4002/2011 (ΦΕΚ 180 Α΄).
8. Κατά τα λοιπά όπου στις διατάξεις του π.δ. 57/2007 (ΦΕΚ 59 Α΄) αναφέρεται η
φράση «Γενικός Γραμματέας του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.», αυτή αντικαθίσταται με τη φράση
«Πρόεδρος του Ε.Κ.Δ.Δ.Α.»
Άρθρο 15
Ειδικότερες ρυθμίσεις
Το άρθρο 2 του νόμου 3230/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
22
«1.Οι διατάξεις των άρθρων 267 παρ. 8 και 268 παρ. 15 του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ
87/Α/7-6-2010) καταργούνται.
2. Στις διατάξεις του νόμου αυτού, αναφορικά με το σύστημα Διοίκησης μέσω
Στόχων, υπάγονται οι ακόλουθοι Φορείς:
α. Τα Υπουργεία και τα εποπτευόμενα από αυτά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου
Δικαίου,
β. Οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις, όπως ορίζονται στο ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87/Α/7-6-
2010),
γ. Οι πρωτοβάθμιοι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως ορίζονται στο ν.
3852/2010 (ΦΕΚ 87/Α/7-6-2010),
δ. Οι δευτεροβάθμιοι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης όπως ορίζονται στο ν.
3852/2010 (ΦΕΚ 87/Α/7-6-2010)».
Άρθρο 16
Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του νόμου 3230/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για την εφαρμογή της Διοίκησης μέσω Στόχων ακολουθούνται διαδοχικά τα εξής
στάδια:
α) Με απόφασή του ο Υπουργός ή το όργανο διοίκησης κάθε Φορέα γνωστοποιεί και
κατανέμει στις οικείες υπηρεσίες τους στρατηγικούς σκοπούς για το επόμενο έτος,
βάσει Ετήσιου Προγράμματος Δράσης Επίτευξης Στόχων που υποβάλλουν οι
προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης, αν δεν υπάρχουν Γενικές
Διευθύνσεις, για τον τομέα ευθύνης τους κατά το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου.
Το Ετήσιο Πρόγραμμα Δράσης Επίτευξης Στόχων λογίζεται ως η Ετήσια Στοχοθεσία.
β) Οι προϊστάμενοι Γενικής Διεύθυνσης προβαίνουν σε μια κατ’ αρχήν ανάλυση των
ανωτέρω στρατηγικών στόχων του φορέα, ενημερώνουν σχετικά τους υπαγόμενους
σε αυτούς προϊσταμένους Διεύθυνσης και ζητούν από αυτούς να προσδιορίσουν τους
επί μέρους στόχους κάθε Διεύθυνσης.
γ) Οι προϊστάμενοι Διεύθυνσης σε συνεργασία με τους προϊσταμένους Τμήματος
εξειδικεύουν και επιμερίζουν από κοινού τους στόχους της Διεύθυνσης ανά Τμήμα.
δ) Οι προϊστάμενοι Τμήματος καθορίζουν τη συμβολή κάθε υπαλλήλου στην
επίτευξη των στόχων του Τμήματος. Οι ατομικοί στόχοι καθορίζονται ανάλογα με τις
αρμοδιότητες της μονάδας που υπηρετεί, αφού ληφθούν υπόψη οι δεξιότητες,
γνώσεις και εμπειρίες του.»
Άρθρο 17
1. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του νόμου 3230/2004 προστίθεται το
ακόλουθο εδάφιο:
«και δημοσιεύεται στο διαδικτυακό τόπο του Προγράμματος Διαύγεια».
2. Η παράγραφος 5 του άρθρου 3 του νόμου 3230/2004 καταργείται.
Άρθρο 18
Το άρθρο 8 του νόμου 3230/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με απόφαση του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής
Διακυβέρνησης, που εκδίδεται μετά από απόφαση της Κεντρικής Ένωσης Δήμων
Ελλάδας (Κ.Ε.Δ.Ε.) ή αντιστοίχως της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας (Π.Ε.Δ.),
καθορίζονται οι Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις
του άρθρου 5. Η γνώμη παρέχεται εντός διμήνου, αφότου ζητηθεί. Εάν η προθεσμία
παρέλθει άπρακτη, η απόφαση εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη αυτή. Στην υπουργική
απόφαση αυτή εξειδικεύονται το περιεχόμενο, οι στόχοι, οι δείκτες και η διάρκεια της
μέτρησης της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας.
2. Οι Ο.Τ.Α. μπορούν να προσθέτουν και άλλους δείκτες με βάση τις επικρατούσες
ιδιαίτερες τοπικές συνθήκες. Οι τυχόν προσθήκες γίνονται με απόφαση του
περιφερειακού ή δημοτικού συμβουλίου του οικείου Ο.Τ.Α. και δεν μπορούν να
αναιρούν ούτε να διαφοροποιούν τις ρυθμίσεις της υπουργικής απόφασης της
προηγούμενης παραγράφου.
3. Τα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια με απόφασή τους ορίζουν ή συνιστούν
την υπηρεσιακή μονάδα που είναι αρμόδια για την εφαρμογή της διαδικασίας
μέτρησης της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας.
4. Οι προαναφερόμενες υπηρεσίες συντάσσουν εκθέσεις αποτελεσμάτων των επί
μέρους μετρήσεων και σε ετήσια βάση έκθεση απολογισμού της δράσης τους. Οι
εκθέσεις αποτελεσμάτων κοινοποιούνται, αρμοδίως, στο περιφερειακό και δημοτικό
συμβούλιο, αντιστοίχως, σε ένα μήνα από την υποβολή τους. Οι ανωτέρω εκθέσεις
διαβιβάζονται στην Κ.Ε.Δ.Ε. και στην Π.Ε.Δ, κατά περίπτωση, στη Γενική
Διεύθυνση Τοπικής Αυτοδιοίκησης, καθώς και στη Διεύθυνση Ποιότητας και
Αποδοτικότητας του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής
Διακυβέρνησης.
Η παράλειψη της διαβίβασης στην ανωτέρω Διεύθυνση συνεπάγεται τις
προβλεπόμενες από το άρθρο 7 παρ. 5 α` και β` του Ν. 2839/2000 (ΦΕΚ 198 Α)
ποινές προστίμου.
Άρθρο 19
Καταργούμενες διατάξεις
1. Η παρ. 7 του άρθρου 5 του Ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α΄) και η παρ. 1 του άρθρου 7
του Ν. 3242/2004 (ΦΕΚ 102 Α΄), που αντικατέστησε την πρώτη, καταργούνται.
2. Η παρ. 8 του άρθρου 5 του Ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α΄), και οι παρ. 2α του άρθρου
δεύτερου του Ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45 Α΄), παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 3242/2004
(ΦΕΚ 102 Α΄) και παρ. 5 του άρθρου 11 του Ν. 3230/2004 (ΦΕΚ 44 Α΄) που
αντικατέστησαν ή συμπλήρωσαν την πρώτη, καταργούνται.
3. Οι παράγραφοι 9 και 10 του άρθρου 5 του Ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α΄),
καταργούνται.
4. Η παρ. 12 του άρθρου 5 του Ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α΄) και η παρ. 3 του άρθρου 7
του Ν. 3242/2004 (ΦΕΚ 102 Α΄) που αντικατέστησε την πρώτη, καταργούνται.
5. Η παρ. 13 του άρθρου 5 του Ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α΄) και οι παρ. 2β του άρθρου
δεύτερου του Ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45 Α΄) και παρ. 6 του άρθρου 11 του Ν. 3230/2004
(ΦΕΚ 44 Α΄) που αντικατέστησαν την πρώτη, καταργούνται.
6. Η παρ. 4 του άρθρου 7 του Ν. 3242/2004 (ΦΕΚ 102 Α΄) καταργείται.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου παύουν να ισχύουν και οι διοικητικές
πράξεις που αφορούν στη σύσταση, οργάνωση και λειτουργία των οκτώ (8) Ειδικών
Επιτροπών Ελέγχου Εφαρμογής Νομοθεσίας καθώς και εκείνες που εκδόθηκαν κατ’
εξουσιοδότηση των παραπάνω διατάξεων.
7. Καταργούνται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου τέταρτου του ν. 3839/2010 (ΦΕΚ 51 Α΄).
8. Καταργείται το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 4024/2011
(ΦΕΚ 226 Α΄).
9. Οι διατάξεις της παρ. 16 του άρθρου ένατου του ν. 4057/2012 ( Α΄ 54 )
καταργούνται.
10. Επίσης καταργείται κάθε γενική διάταξη αντίθετη προς το περιεχόμενο των
άρθρων 1 έως 5 του παρόντος νόμου ή ρυθμίζουσα με διαφορετικό τρόπο τα ίδια
θέματα.
11. Η ισχύς των παρ. 1 έως 6 του παρόντος άρθρου αρχίζει δύο μήνες μετά από τη
δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 20
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της
Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με ειδικές διατάξεις του

1 σχόλιο: