Στην
Ελλάδα οι μισθοί κατά την περίοδο 1995-2008 αυξήθηκαν κατά 12,5%, η
παραγωγικότητα της εργασίας κατά 20%, ο πληθωρισμός κατά 30% και τα
κέρδη κατά 40%. Η στρατηγική των απελευθερωμένων, κυρίαρχων,
ανεξέλεγκτων χρηματοπιστωτικών αγορών και των αποκλεισμένων κοινωνιών,
ενέπνευσε, καθ’ όλη την περίοδο πριν από την εκδήλωση της οικονομικής
κρίσης, το μείγμα οικονομικής πολιτικής το οποίο εγκαθίδρυσε στη διεθνή
οικονομία «συνθήκες φούσκας» και πραγματικής μείωσης των μισθών
(μείωσή της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και συνταξιούχων,
αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και απορρύθμισης των εργασιακών
σχέσεων).
Χαρακτηριστική περίπτωση μείωσης των πραγματικών μισθών αποτελεί, μεταξύ των άλλων χωρών, και η Ελλάδα, στην οποία οι μισθοί κατά την περίοδο 1995-2008 αυξήθηκαν κατά 12,5%, η παραγωγικότητα της εργασίας κατά 20%, ο πληθωρισμός κατά 30% και τα κέρδη κατά 40% (ΙΝΕ / ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, 2011). Αυτό σημαίνει ότι κατά την περίοδο των δεκαετιών του 1990 και του 2000, που επικρατούν οι «συνθήκες φούσκας» και κερδοσκοπίας στην παγκόσμια οικονομία, η πραγματική μείωση των μισθών στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί το βασικό όχημα χρηματοδότησης του οικονομικού συστήματος και της αύξησης της κερδοφορίας διεθνώς, με διαχρονική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, διαμέσου είτε της υπερχρέωσής τους κατά την περίοδο της ανάπτυξης είτε των πολιτικών λιτότητας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και ύφεσης.
Η αξιολόγηση των πολιτικών λιτότητας στην Ελλάδα από την τρόικα και τις ελληνικές κυβερνήσεις κατά την περίοδο 2010-2012 (ΙΝΕ / ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, 2012), αποδεικνύει, μεταξύ των άλλων, ότι η αγοραστική δύναμη των μέσων αποδοχών μειώθηκε κατά 21,2%, ως αποτέλεσμα των μειώσεων των μισθών (-30%) (υποχώρηση στα επίπεδα της δεκαετίας του 1990 και διατήρηση των κερδών στα υψηλά επίπεδα του 2009) και της αύξησης των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών. Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα το 27% των προϊόντων που καταναλώνεται παράγεται στη χώρα μας, ενώ το υπόλοιπο 73% εισάγονται. Μάλιστα, το 80% αυτών των εισαγόμενων προϊόντων παράγονται και διανέμονται από 5-6 πολυεθνικές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να αξιοποιούν την ολιγοπωλιακή τους θέση στην ευρωπαϊκή αγορά και ως εκ τούτου να συντονίζονται στη διαμόρφωση των τιμών των προϊόντων τους. Επιπλέον όμως, η αύξηση και η διατήρηση των τιμών των προϊόντων και υπηρεσιών στην Ελλάδα, οφείλεται στην ολιγοπωλιακή συγκρότηση της ελληνικής αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και στην έλλειψη ελέγχων από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Οι αυξητικές τάσεις των τιμών των προϊόντων και υπηρεσιών στη χώρα μας επήλθαν σε σημαντικό βαθμό (35%-40%) κατά την πρώτη περίοδο μετάβασης από το εθνικό νόμισμα στο ευρώ, κατά την οποία οι επιχειρήσεις, αξιοποιώντας την ολιγοπωλιακή τους θέση και την έλλειψη ελέγχων στην αγορά προϊόντων, διαμόρφωσαν αυξημένες τιμές πώλησης των προϊόντων τους. Αυτές οι αυξημένες τιμές των προϊόντων διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθ’ όλη την περίοδο μετά το 2001 μέχρι σήμερα, εξαιτίας και της αυξημένης, ιδιαίτερα, έμμεσης φορολογίας, του υψηλού χρηματοπιστωτικού κόστους, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των ενδιάμεσων προμηθευτών – εταιρειών διακίνησης των προϊόντων στην εσωτερική αγορά, κ.λπ. με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται σταθερά (υποχώρηση στα επίπεδα του 1995) η αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα. Και ενώ το πρόγραμμα λιτότητας έχει οδηγήσει, μεταξύ των άλλων, στη μείωση των μισθών και της ζήτησης (25%), εντούτοις οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών διατηρούνται υψηλές για όλους τους προαναφερόμενους λόγους.
Χαρακτηριστική περίπτωση μείωσης των πραγματικών μισθών αποτελεί, μεταξύ των άλλων χωρών, και η Ελλάδα, στην οποία οι μισθοί κατά την περίοδο 1995-2008 αυξήθηκαν κατά 12,5%, η παραγωγικότητα της εργασίας κατά 20%, ο πληθωρισμός κατά 30% και τα κέρδη κατά 40% (ΙΝΕ / ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, 2011). Αυτό σημαίνει ότι κατά την περίοδο των δεκαετιών του 1990 και του 2000, που επικρατούν οι «συνθήκες φούσκας» και κερδοσκοπίας στην παγκόσμια οικονομία, η πραγματική μείωση των μισθών στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί το βασικό όχημα χρηματοδότησης του οικονομικού συστήματος και της αύξησης της κερδοφορίας διεθνώς, με διαχρονική επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, διαμέσου είτε της υπερχρέωσής τους κατά την περίοδο της ανάπτυξης είτε των πολιτικών λιτότητας κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης και ύφεσης.
Η αξιολόγηση των πολιτικών λιτότητας στην Ελλάδα από την τρόικα και τις ελληνικές κυβερνήσεις κατά την περίοδο 2010-2012 (ΙΝΕ / ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, 2012), αποδεικνύει, μεταξύ των άλλων, ότι η αγοραστική δύναμη των μέσων αποδοχών μειώθηκε κατά 21,2%, ως αποτέλεσμα των μειώσεων των μισθών (-30%) (υποχώρηση στα επίπεδα της δεκαετίας του 1990 και διατήρηση των κερδών στα υψηλά επίπεδα του 2009) και της αύξησης των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών. Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα το 27% των προϊόντων που καταναλώνεται παράγεται στη χώρα μας, ενώ το υπόλοιπο 73% εισάγονται. Μάλιστα, το 80% αυτών των εισαγόμενων προϊόντων παράγονται και διανέμονται από 5-6 πολυεθνικές επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να αξιοποιούν την ολιγοπωλιακή τους θέση στην ευρωπαϊκή αγορά και ως εκ τούτου να συντονίζονται στη διαμόρφωση των τιμών των προϊόντων τους. Επιπλέον όμως, η αύξηση και η διατήρηση των τιμών των προϊόντων και υπηρεσιών στην Ελλάδα, οφείλεται στην ολιγοπωλιακή συγκρότηση της ελληνικής αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και στην έλλειψη ελέγχων από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Οι αυξητικές τάσεις των τιμών των προϊόντων και υπηρεσιών στη χώρα μας επήλθαν σε σημαντικό βαθμό (35%-40%) κατά την πρώτη περίοδο μετάβασης από το εθνικό νόμισμα στο ευρώ, κατά την οποία οι επιχειρήσεις, αξιοποιώντας την ολιγοπωλιακή τους θέση και την έλλειψη ελέγχων στην αγορά προϊόντων, διαμόρφωσαν αυξημένες τιμές πώλησης των προϊόντων τους. Αυτές οι αυξημένες τιμές των προϊόντων διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθ’ όλη την περίοδο μετά το 2001 μέχρι σήμερα, εξαιτίας και της αυξημένης, ιδιαίτερα, έμμεσης φορολογίας, του υψηλού χρηματοπιστωτικού κόστους, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των ενδιάμεσων προμηθευτών – εταιρειών διακίνησης των προϊόντων στην εσωτερική αγορά, κ.λπ. με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται σταθερά (υποχώρηση στα επίπεδα του 1995) η αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα. Και ενώ το πρόγραμμα λιτότητας έχει οδηγήσει, μεταξύ των άλλων, στη μείωση των μισθών και της ζήτησης (25%), εντούτοις οι τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών διατηρούνται υψηλές για όλους τους προαναφερόμενους λόγους.
Του Σάββα Ρομπόλη, Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και επιστημονικού διευθυντή του ΙΝΕ / ΓΣΕΕ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου