Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το έργο του Ν. Καζαντζάκη " ΒΡΑΧΟΚΗΠΟΣ " :
Ανασηκωμένος στις μύτες των ποδιών του, σαν κόκορας μαχητής, ο διευθυντής του εργοστασίου μας εξηγούσε τα περίπλοκα θαύματα των μηχανών του.
Ο Κουγέ δεν κουραζόταν να θαυμάζει. Ήταν πολύ συγκινημένος, χάιδευε τους ηλεκτροκινητήρες, έριχνε τη ματιά του, σουρτά κι ερωτικά, στις όμορφες αστραφτερές μηχανές.
- Made in Japan! Made in Japan! αναφωνούσε ολοένα. Πλησίασα μια νεαρή εργάτισσα, χλωμή, με μάτια μαυροκυκλιασμένα.
- Ευχαριστημένη; τη ρώτησα.
Γύρισε το κεφάλι της και με κοίταξε μια στιγμή. Πόσο ήταν αδύναμη και θλιμμένη, και πώς φοβόταν! Τα μικρά μαύρα μάτια της έκραζαν άφωνα: «Σώσε με!»
Ο διευθυντής μπήκε με τρόμο ανάμεσά μας.
- Μάλιστα… ψιθύρισε εκείνη.
- Ευχαριστημένη; ανάκραξε ο διευθυντής. Και βέβαια είναι ευχαριστημένη! Καλοπληρώνεται…
- Πόσα;
- … τρώει στην καντίνα του εργοστασίου, κοιμάται στους καθαρούς και υγιεινούς κοιτώνες μας… Ιδού οι αριθμοί… Θέλετε να κρατήσετε σημείωση;
- Όχι, αποκρίθηκα. Μα γιατί είναι τόσο χλωμή;
Ο διευθυντής με πήρε από το μπράτσο:
- Θέλετε να πάρουμε ένα φλιτζάνι τσάι;
Ναι, ναι… έλεγα μέσα μου, ακολουθώντας το διευθυντή στο γραφείο του, οι αριθμοί… Αν ήμουν εργάτισσα, θα έγραφα στη με μεγάλα μαύρα γράμματα στην άσπρη μου χτένα τούτο το πικραμένο χάι-κάι:
Ναι, τα νούμερα, λεν, αχ! πως είμαι ευτυχισμένη.
Μα εγώ χλωμιάζω κάθε μέρα
Και σήμερα αρχίνισα να βήχω…
Ο άθλιος θυμός του διανοούμενου είχε καταλαγιάσει μ αυτό το χάι-κάι. Η αδικία που γινόταν σ ένα ανθρώπινο πλάσμα μου είχε εμπνεύσει τρεις ασήμαντους στίχους, και ξέχασα σχεδόν την αδικία.
Ήπια το τσάι μου ακούγοντας υπομονετικά το διευθυντή να εγκωμιάζει τους εργάτες του.
- Ο Γιαπωνέζος εργάτης, έλεγε, τρελαίνεται για τη μηχανή. Ό,τι είναι μηχανή, τον τραβάει και τον γοητεύει. Δουλεύει μ ενθουσιασμό οχτώ, δέκα, δώδεκα ώρες τη μέρα, καμιά φορά και περισσότερο, χωρίς να κουράζεται. Η αγάπη της μηχανής τον ψυχώνει.
Αποφάσισα επιτέλους να του είμαι λίγο δυσάρεστος:
- Και σεις βέβαια, τ αφεντικά, επωφελείστε.
Ο διευθυντής ξέσπασε στα γέλια:
- Μα φυσικά! Τι θέλετε; Να βάλουμε φρένο στον ενθουσιασμό του; Εμείς, αγαπητέ μου, είμαστε βιομήχανοι και έμποροι. Δεν είμαστε ιδεολόγοι ή ασκητές!
» Κάθε είδος έχει τους νόμους του, κι αλίμονο σε κείνον που τους πατήσει ή τους αλλάξει με νόμους άλλου είδους. Αν δώσετε χορτάρι στην τίγρη θα ψοφήσει. Αν δώσετε κρέας στο πρόβατο, θα ψοφήσει.
- Μα υπάρχουν και πανανθρώπινοι νόμοι!
- Φυσικά, και τους τηρούμε. Προσέχουμε τους εργάτες μας, φροντίζουμε να κοιμούνται καλά, να πλένουνται, να γυμνάζουνται, να ναι γεροί και δυνατοί…
- Και να δουλεύουν καλύτερα, ν αποδίδουν περισσότερα…
Ο διευθυντής γέλασε πάλι:
- Μα φυσικά! Συνδυάζουμε το ηθικό με το ωφέλιμο. Δεν είναι αυτό η τελειότητα;
Σώπασα. Ο νόμος της ζούγκλας. Το χορτάρι – ποίηση, αφιλοκέρδεια, προβατίσια αισθηματολογία – δεν πήγαινε στο σαρκοβόρο οργανισμό του.
Θέλησα ξάφνου να ρίξω την ταραχή σε τούτα τα αρπαχτικά μάτια.
- Ξεχνάτε, του είπα, το μεγάλο κίντυνο που σας απειλεί;
- Ποιον κίντυνο;
Άφησα να πέσει η λέξη:
- Τον κομμουνισμό.
- Τον βάλαμε φυλακή, είπε. Βάλαμε στο κλουβί το κόκκινο πουλί…
- Μπαίνει μια ιδέα στη φυλακή; Αυτή το σκάζει από την παραμικρή χαραματιά, από πόρτα ή παράθυρο, βγαίνει έξω κολλημένη στα ρούχα του δεσμοφύλακα… Πιάνει σα μικρόβιο τον αέρα, το ψωμί και το νερό.
Ο βιομήχανος έκαμε κέφι:
- Αγαπητέ μου, σκαρώσετε από δαύτα ένα χάι-κάι! Εμείς τα καταπίνουμε τα μικρόβια και, δεν ξέρω από ποιο γιαπωνέζικο θάμα, τ αφομοιώνουμε και τα μετατρέπουμε σε εθνικισμό. Όπως οι μέλισσες, από ένα φαρμακερό λουλούδι βγάζουν μέλι.
» Αλλ ας αφήσουμε αυτές τις αφηρημένες ιδέες, δε χρησιμεύουν σε τίποτα. Η δράση! Η δράση! Κοιτάτε τους Εγγλέζους! Όταν νιώθουν να τους απειλεί ο κίντυνος του στοχασμού, κρεμούν από κάπου ένα στουμπισμένο ασκί κι αρχίζουν να το γροθοκοπούν. Ή παίρνουν κάτι γυριστά ραβδιά κι αρχίζουν να κυνηγούν ένα ξύλινο τόπι. Ή βάνουν κάτω μια μπάλα και την κλοτσάνε λυσσασμένα.
» Να πως γλιτώσαν οι Εγγλέζοι από τον αφηρημένο στοχασμό και κυριέψανε τον κόσμο!
Σηκώθηκα απότομα. Πλαντούσα.
Κατάλαβε ο πονηρός Γιαπωνέζος την οργή μου και την αφορμή της; Δεν ξέρω. Μα μισόκλεισε τα μαϊμουδίσια μάτια του, τα πανούργα και άσπλαχνα, και ψιθύρισε με φωνή κουρασμένη άξαφνα και μαλακιά:
- Η δράση, κατά βάθος, δεν ικανοποιεί την ψυχή μου. Πιστέψετέ με, σας παρακαλώ… Δε βλέπω πότε να ρθει το βράδυ να γυρίσω σπίτι μου. Κάνω ένα μπάνιο, βάνω το κιμονό μου και κατεβαίνω ξυπόλητος στον κήπο…
» Σκάβω λιγάκι, ποτίζω, κοιτάζω τα φύλλα και τα μπουμπούκια να μεγαλώνουν. Καθίζω στο παράθυρο και περιμένω να βγει το φεγγάρι. Η γυναίκα μου παίζει σαμισέν, τραγουδάει παλιά τραγούδια. Ξέρετε, βρήκαν γραμμένους στο κράνος ενός φοβερού πολεμιστή, του Τάιρα Τανταμόρι, κάτι τρυφερούς στίχους που μου αρέσουν. Η γυναίκα μου τους τραγουδάει περίφημα:
» Γύρω στο μονοπάτι μου το, το σούρουπο
ο ίσκιος ενός δέντρου θα γίνει η σκέπη μου τη νύχτα,
κι ένα λουλούδι θα ναι η συντροφιά μου.
Σώπασε και με κοίταξε χαμογελώντας.
Ανατρίχιασα. Πώς αυτός ο άγριος βιομήχανος στάθηκε ικανός να καταλάβει, από ποια δαιμονική διαίστηση, πως με τα λόγια τούτα μπορούσε να με τυλίξει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου