oaednews

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Γ.Αργείτης: Έτσι θα μειώσουμε την ανεργία


Το μοντέλο της απασχόλησης «ύστατης προσφυγής» εισηγείται και εξηγεί στο tvxs.gr ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ / ΑΔΕΔΥ, Γιώργος Αργείτης. Η πρόταση προϋποθέτει να συνεχιστεί η χρηματοδότηση μέσω του Μνημονίου με μία παράλληλη «ελάφρυνση» των δανειακών υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν. Ο κ. Αργείτης αποδομεί τη λογική της χρονικής επιμήκυνσης της δημοσιονομικής προσαρμογής, θεωρεί αναγκαία τη μείωση του χρέους κάτω από το 80% του ΑΕΠ μέσω επιπρόσθετου «κουρέματος» και θεωρεί λαθεμένη για την Ελλάδα την επιλογή της τρόικας να εστιάζει στην αύξηση των εξαγωγών. Επιπλέον, δηλώνει ότι εν μέσω ύφεσης είναι αθέμιτη η αύξηση των φόρων ακόμη και στις μεγάλες επιχειρήσεις.

 Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, όλοι συζητούν για επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου. Εσείς πώς αντιλαμβάνεστε την ανάγκη τροποποίησης των συμφωνηθέντων;

Η ελληνική οικονομία παραπέμπει σε έναν ασθενή ο οποίος βρίσκεται στην εντατική και πάσχει από πολυοργανική ανεπάρκεια. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να τεθεί επιτακτικά από την ελληνική πλευρά το ερώτημα: πότε θα είναι βιώσιμο το δημόσιο χρέος της. Καμία θεωρητική ή εμπειρική εκτίμηση, ακόμα και από τους πιο συντηρητικούς οικονομολόγους, δεν υποστηρίζει ότι το χρέος μιας χώρας είναι βιώσιμο ακόμη και στο επίπεδο του 116%. Με άλλα λόγια, εκ των πραγμάτων χρειάζεται ένα γενναίο «κούρεμα» του χρέους ώστε να μην υπερβαίνει το 80% του ΑΕΠ. Με αυτόν τον τρόπο, αυτομάτως το χρέος καθίσταται βιώσιμο και η συνολική αμφισβήτηση της Ελλάδας «περνάει» σε μια νέα ποιότητα. Οι θεσμικοί επενδυτές και οι τράπεζες θα πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερο κόστος της αποτυχίας τους να διαχειριστούν το πιστωτικό ρίσκο της χώρας. Επίσης, πρέπει να διαγραφεί το χρέος το οποίο κατέχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Με τον περιορισμό των δανειακών υποχρεώσεων σε βιώσιμο επίπεδο, και σε συνδυασμό με τα περίπου 170 δις τα οποία συμφώνησε να δανειστεί η χώρα, θα δημιουργηθεί ένα πλεόνασμα ρευστότητας. Ακριβώς αυτό το πλεόνασμα θα πρέπει να αξιοποιήσει το ελληνικό Δημόσιο -μετά από σχετική διαπραγμάτευση- προκειμένου να χρηματοδοτήσει μηχανισμούς μέγιστης αύξησης του ΑΕΠ.

Φτάσαμε λοιπόν στο θέμα της ανάπτυξης, η οποία είναι ταυτισμένη με τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Πώς μπορεί αυτή να γίνει πραγματικότητα;

Θεωρώ ότι ο πλέον προοδευτικός δημοσιονομικός θεσμός, ο οποίος πετυχαίνει μείωση της ανεργίας και αύξηση του ΑΕΠ ταυτόχρονα, είναι η απασχόληση ύστατης προσφυγής, στα πρότυπα του Levy Economics Institute of Bard College της Νέας Υόρκης. Συνοπτικά, σε αυτήν την περίπτωση, το ελληνικό Δημόσιο συγκροτεί μία «δεξαμενή» με το αποκλεισμένο μέρος του εργατικού δυναμικού (ανειδίκευτοι, μεγάλοι σε ηλικία κλπ) το οποίο κατανέμει σε target groups και διαθέτει σε μια σειρά από δραστηριότητες που αφορούν για παράδειγμα σε κοινωνικές δράσεις ή σε υποδομές, ανάλογα με τις καταγεγραμμένες ανάγκες της εθνικής οικονομίας. Εφοδιάζοντας λοιπόν με θέσεις εργασίας, αυτομάτως δημιουργείς εισοδήματα και ΑΕΠ. Προς αποφυγή παρερμηνείας, δεν συζητάμε για μία νέα γενιά δημοσίων υπαλλήλων ή για προγράμματα τύπου stage αλλά για έναν θεσμό ο οποίος αφορά συνολικά στην αγορά εργασίας και λειτουργεί πολλαπλασιαστικά, βελτιώνοντας συν τοις άλλοις τη γενική ψυχολογία.

Άρα, αυτό το πρόγραμμα θα χρηματοδοτηθεί με χρήματα της δανειακής σύμβασης;

Και όχι μόνο. Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα ειδικό ταμείο απασχόλησης και εξόδου από την κρίση, το οποίο πράγματι θα περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ δανειακών υποχρεώσεων και χρηματοδότησης του χρέους, αφού η ελληνική πλευρά εξηγήσει στη διαπραγμάτευση με την τρόικα ότι αυτή η «ελάφρυνση» θα αξιοποιηθεί σε προγράμματα απασχόλησης (με 3 δις ευρώ, τα οποία αποτελούν το 1,5% του ΑΕΠ, μπορούν να απασχοληθούν 300.000 εργαζόμενοι χωρίς να προσμετρηθούν τα πολλαπλασιαστικά οφέλη). Παράλληλα, το ταμείο θα ενισχύεται από επιπλέον φορολογικά έσοδα, με την έννοια ότι θα αναχθεί σε εθνικό στόχο η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής. Σε αυτό το πλαίσιο, θα διευκολύνει η ευθεία σύνδεση των εσόδων από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής με αυτά τα προγράμματα απασχόλησης, καθώς θα βάλει τις βάσεις για μία άλλη προσέγγιση της ελληνικής κοινωνίας γύρω από την καταβολή των φόρων. Άλλωστε, παρατηρείται σε μεγάλο βαθμό έως σήμερα η έλλειψη πολιτικής βούλησης γύρω από το φαινόμενο. Σκεφτείτε ότι υπάρχει η άποψη σύμφωνα με την οποία η φοροδιαφυγή ενισχύει τη ρευστότητα στην αγορά. Παράλληλα, μπορούν να αξιοποιηθούν από το ειδικό ταμείο απασχόλησης πόροι του ΕΣΠΑ, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και -πιο μακροπρόθεσμα- της αναδιάρθρωσης δαπανών του ελληνικού κράτους. Αν υλοποιηθεί ένα αντίστοιχο πρόγραμμα, μέσα σε διάστημα 2 ετών θα έχουν αρχίσει να απασχολούνται και να παράγουν εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, με την ελληνική οικονομία να αφήνει πίσω την ύφεση.

Ποια είναι η γνώμη σας για τη σημερινή κατεύθυνση του Μνημονίου σε επίπεδο οικονομικής θεωρίας;

Η επιλογή της εσωτερικής υποτίμησης με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την αύξηση των εξαγωγών, ως μότο ανάπτυξης για την Ελλάδα, καταδεικνύει την απόλυτη άγνοια αυτών των ανθρώπων γύρω από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Αν είχαν να κάνουν -για παράδειγμα- με την οικονομία της Γερμανίας, όπου ο εξαγωγικός τομέας αντιστοιχεί περίπου στο 40% του εθνικού ΑΕΠ, και κρατούσαν σταθερούς ή μειώναν τους μισθούς, τότε πράγματι θα μπορούσαν να αυξηθούν δραστικά οι εξαγωγές. Αναρωτιέμαι, όμως, τι περιμένουν στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου ο εξαγωγικός τομέας αποτελεί λιγότερο από 15% του ΑΕΠ. Οι οριζόντιες μειώσεις μισθών και δαπανών ενδεχομένως θα έπιαναν τόπο μέσα από μία διαδικασία παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, η οποία ωστόσο είναι αδύνατη να σημειωθεί με τις ίδιες υποδομές και επιχειρήσεις. Οι αποδοχές πρέπει να επιστρέψουν εκεί που ήταν, ή τουλάχιστον να μείνουν εδώ που είναι, για να αυξηθεί η κατανάλωση. Είναι μεγάλη ανάγκη να μπει «φρένο» στην περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών οι οποίες δημιουργούν αγοραστική δύναμη και τονώνουν την οικονομία. Αντίθετα, πρέπει να εξαλειφθεί η σπατάλη και η διαφθορά, καθώς ό,τι αφαιρέσουμε από εκεί είναι «λίπος», και να δώσουμε μεγάλη έμφαση στην αύξηση των εσόδων κυρίως από την καλύτερη λειτουργία του φορολογικού συστήματος.

Μια και μιλάμε για έσοδα, θεωρείτε πως η επιβολή υψηλότερης φορολόγησης στις μεγάλες επιχειρήσεις θα αποτελούσε μία λύση προς αυτή την κατεύθυνση;

Θεωρώ ότι εν μέσω ύφεσης δεν πρέπει να εξετάζονται τρόποι νέων φορολογικών επιβαρύνσεων, ούτε για τις επιχειρήσεις, αλλά μέθοδοι αύξησης της είσπραξης των φόρων. Η φορολογική επιβάρυνση μπορεί να λειτουργήσει ανασταλτικά. Αντίθετα, ο περιορισμός της φοροδιαφυγής θα ενίσχυε το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης ανάμεσα στους πολίτες, χωρίς τις αντιαναπτυξιακές συνέπειες τις οποίες θα μπορούσε να επιφέρει η πρώτη επιλογή. Να θυμηθούμε εδώ την ιστορική εμπειρία της δεκαετίας του 1990. Τότε η χώρα είχε πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 4% - 4,5%, αλλά οι πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες από το 1994 έως το 2000 αυξάνονταν. Το πρωτογενές πλεόνασμα δημιουργήθηκε από την αύξηση στα δημόσια έσοδα, ως αποτέλεσμα της λειτουργίας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού (δεν αυξήθηκαν οι φόροι, αυξήθηκε η είσπραξη των φόρων ειδικά από τα νομικά πρόσωπα) και ως αποτέλεσμα των υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης.

Στο δρόμο για την κάλπη τίθεται η προοπτική χρονικής επιμήκυνσης της δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας. Θα βοηθούσε μία ανάλογη εξέλιξη;

Η συγκεκριμένη πρόταση θα μπορούσε να διατυπωθεί διαφορετικά και ως «επιμήκυνση της λιτότητας». Η παράταση του χρόνου δημοσιονομικής προσαρμογής, χωρίς αλλαγή του περιεχομένου της προσαρμογής, θα συνεπάγεται μικρότερο πρωτογενές πλεόνασμα από αυτό το οποίο προβλέπει το σενάριο Ι βιωσιμότητας χρέους του ΔΝΤ. Και σίγουρα δεν σημαίνει ανάπτυξη. Συνεπώς, η επιμήκυνση θα δημιουργούσε την ανάγκη μεγαλύτερης χρηματοδότησης από την τρόικα ή μεγαλύτερου «κουρέματος» του χρέους και άρα θα άνοιγε θέμα επαναδιαπραγμάτευσης της δανειακής σύμβασης αυτής καθ’ αυτήν. Το Μνημόνιο πρέπει να αλλάξει σε άλλα πράγματα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο αποτελεσματικός συντελεστής φορολόγησης στην Ελλάδα ανέρχεται σε 35% (δηλαδή σχεδόν το 1/3 καταλήγει στα κρατικά ταμεία). Ένα πλεόνασμα της τάξης του 4,5% του ΑΕΠ αντιστοιχεί σε 10 δις. Για να πετύχει λοιπόν η Ελλάδα αυτό το νούμερο χρειάζεται να αυξήσει το ΑΕΠ της κατά 30 δις (14%). Με άλλα λόγια, θα πρέπει να «τρέχει» όπως η Κίνα και η Ινδία μαζί. Οι εμπνευστές αυτού του προγράμματος στερούνται ρεαλισμού. Σε κάθε περίπτωση, το μείζον για τη δραστική αντιμετώπιση της κρίσης χρέους είναι η λειτουργία της ΕΚΤ ως «δανειστή ύστατης προσφυγής» και στα κράτη, ως αγοραστή κρατικού χρέους. Όσο για το ευρωομόλογο, αυτό θα μπορούσε να δώσει λύση στο πρόβλημα της ρευστότητας, υπό την προϋπόθεση ότι το κουπόνι που θα το συνοδεύει δεν θα ξεπερνά τις δυνατότητες δανεισμού της ελληνικής οικονομίας.
πηγή: NewsKosmos.Com/tvxs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου