Η οικονομική επιτυχία μίας χώρας εξαρτάται από την εκπαίδευση, τα
προσόντα του εργατικού δυναμικού και την υγεία του πληθυσμού. Όταν οι
νέοι της χώρας είναι υγιείς και υψηλής μόρφωσης, μπορούν να βρουν
επικερδή εργασία, να έχουν αξιοπρέπεια και να προσαρμόζονται στις
αλλαγές της αγοράς εργασίας. Οι επιχειρήσεις
επενδύουν περισσότερα, γνωρίζοντας ότι οι εργαζόμενοί τους θα είναι
παραγωγικοί. Παρόλα αυτά αρκετές κοινωνίες ανά τον κόσμο δεν
αντεπεξέρχονται στην πρόκληση της προσφοράς βασικών υπηρεσιών υγείας και
αξιοπρεπών συνθηκών εκπαίδευσης για κάθε γενιά παιδιών. Γιατί
συμβαίνει αυτό σε τόσο πολλές χώρες; Ορισμένες είναι πολύ απλά
υπερβολικά φτωχές για να παράσχουν αξιοπρεπή σχολεία. Οι ίδιοι οι γονείς
ενδέχεται να μην διαθέτουν επαρκή μόρφωση, με αποτέλεσμα να μην έχουν
τη δυνατότητα να βοηθήσουν τα παιδιά τους για περισσότερο από ένα ή δύο
χρόνια στο σχολείο και επομένως ο αναλφαβητισμός μεταδίδεται από την μία
γενιά στην επόμενη. Η κατάσταση είναι πιο δύσκολη σε μεγάλες
οικογένειες (με έξι ή επτά παιδιά) καθώς οι γονείς τους επενδύουν
ελάχιστα στην υγεία, τη διατροφή και την εκπαίδευση του κάθε παιδιού.
Παρόλα αυτά και οι πλούσιες χώρες αποτυγχάνουν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, αφήνουν με ωμότητα τα φτωχότερα παιδιά να υποφέρουν. Οι φτωχοί άνθρωποι ζουν σε φτωχογειτονιές με φτωχά σχολεία. Οι γονείς είναι συχνά άνεργοι, ασθενείς, διαζευγμένοι ή ακόμη και στη φυλακή. Τα παιδιά παγιδεύονται σε έναν επίμονο γενεαλογικό κύκλο φτώχειας, παρά τη γενική ευμάρεια της αμερικανικής κοινωνίας. Πολύ συχνά τα παιδιά, που μεγαλώνουν στη φτώχεια, καταλήγουν να είναι φτωχά και ως ενήλικες.
Ένα αξιοσημείωτο νέο ντοκιμαντέρ το «The House I Live In» αποκαλύπτει ότι η ιστορία της Αμερικής είναι πολύ πιο θλιβερή και σκληρή από ό,τι πιστεύουμε, εξαιτίας καταστροφικών πολιτικών. Το ντοκιμαντέρ μας ταξιδεύει αρχικά 40 χρόνια πίσω, όταν οι Αμερικανοί πολιτικοί κήρυξαν τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», με στόχο να περιορίσουν τη χρήση ναρκωτικών, όπως η κοκαΐνη. Όπως όμως ξεκάθαρα καταδεικνύει το ντοκιμαντέρ, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών εξελίχθηκε σε πόλεμο κατά των φτωχών και ιδιαίτερα κατά των μειονοτήτων.
Στην πραγματικότητα ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις φτωχών νέων από ομάδες μειονοτήτων. Στις αμερικανικές φυλακές βρίσκονται 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι, μεγάλος αριθμός των οποίων είναι φτωχοί, που συνελήφθησαν να πωλούν ναρκωτικά προκειμένου να καλύψουν τον δικό τους εθισμό. Ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό εγκλείστων στον κόσμο- 743 άνθρωποι ανά 100.000!
Το ντοκιμαντέρ σκιαγραφεί έναν εφιαλτικό κόσμο στον οποίο η φτώχεια μεταδίδεται από τον έναν στον άλλο, με το σκληρό, δαπανηρό και αναποτελεσματικό «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» να διευκολύνει τη διαδικασία. Οι φτωχοί, συχνά Αφροαμερικανοί, δεν μπορούν να βρουν εργασία ή έχουν επιστρέψει από θητεία στο στρατό χωρίς προσόντα ή επαφές για απασχόληση. Πέφτουν στη φτώχεια και στρέφονται στα ναρκωτικά.
Αντί να λαμβάνουν κοινωνική και ιατροφαρμακευτική στήριξη, συλλαμβάνονται και εξελίσσονται σε εγκληματίες. Από το σημείο αυτό και μετά μπαινοβγαίνουν στο σωφρονιστικό σύστημα και έχουν ελάχιστες πιθανότητες να βρουν κάποια στιγμή μία νόμιμη εργασία, που θα τους επιτρέψει να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Τα παιδιά τους μεγαλώνουν χωρίς γονείς, χωρίς ελπίδα και στήριξη. Τα παιδιά των τοξικομανών γίνονται συχνά και τα ίδια χρήστες ναρκωτικών. Πολύ συχνά καταλήγουν και τα ίδια στη φυλακή, πέφτουν θύματα βίας ή οδηγούνται πρόωρα στο θάνατο.
Το παράλογο του πράγματος είναι ότι οι ΗΠΑ αποτυγχάνουν να δουν το προφανές εδώ και 40 χρόνια. Προκειμένου να σπάσει το φαύλο κύκλο της φτώχειας, μία χώρα πρέπει να επενδύσει στο μέλλον των παιδιών και όχι στη φυλάκιση 2,3 εκατομμυρίων ανθρώπων, πολλούς εξ αυτών για μη βίαιες παρανομίες, που είναι αποτέλεσμα της φτώχειας.
Αρκετοί πολιτικοί είναι πρόθυμοι συνεργοί σε αυτή την παράνοια. Παίζουν με τους φόβους της μεσαίας τάξης, ιδιαίτερα με το φόβο της μεσαίας τάξης για τις μειονότητες, προκειμένου να διαιωνίσουν τη λάθος αυτή κατεύθυνση των κοινωνικών προσπαθειών και των κρατικών δαπανών.
Το συμπέρασμα είναι αυτό: Οι κυβερνήσεις έχουν έναν μοναδικό ρόλο να διαδραματίσουν για να διασφαλίσουν ότι όλα τα νέα μέλη μίας γενιάς- τόσο τα φτωχά όσο και τα πλούσια παιδιά- θα έχουν μία ευκαιρία. Ένα φτωχό παιδί δύσκολα θα ξεφύγει από τη φτώχεια των γονιών του χωρίς ισχυρά και αποτελεσματικά κυβερνητικά προγράμματα, που στηρίζουν την υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και αξιοπρεπή διατροφή.
Αυτή είναι η ιδιοφυΐα της «κοινωνικής δημοκρατίας, της φιλοσοφίας, που αναπτύχθηκε αρχικά στη Σκανδιναβία, αλλά επεκτάθηκε σε αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κόστα Ρίκα. Η ιδέα είναι απλή και πανίσχυρη: Όλοι οι άνθρωποι αξίζουν μίας ευκαιρίας και η κοινωνία θα πρέπει να βοηθά τους πάντες να διασφαλίζουν αυτή την ευκαιρία. Οι οικογένειες θα πρέπει πρωτίστως να έχουν βοήθεια για να αναθρέψουν υγιή και μορφωμένα παιδιά. Οι κοινωνικές επενδύσεις είναι πολύ μεγάλες, χρηματοδοτούμενες από φόρους, τους οποίους οι πλούσιοι πράγματι πληρώνουν και δεν αποφεύγουν.
Αυτή είναι η βασική μέθοδος για να σπάσουμε την διαγενεακή μετάδοση της φτώχειας. Ένα φτωχό παιδί στη Σουηδία έχει από την πρώτη στιγμή κρατική στήριξη. Οι γονείς του παιδιού έχουν εγγυημένη γονεακή άδεια, προκειμένου να μπορέσουν να μεγαλώσουν το βρέφος. Η κυβέρνηση στη συνέχεια προσφέρει υψηλής ποιότητας βρεφονηπιακές υπηρεσίες, που επιτρέπουν στη μητέρα- η οποία γνωρίζει ότι το παιδί της είναι σε ένα ασφαλές περιβάλλον- να επιστρέψει στη δουλειά. Η κυβέρνηση διασφαλίζει ότι όλα τα παιδιά θα έχουν μία θέση σε παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, ώστε να είναι έτοιμα για το σχολείο στην ηλικία των έξι ετών. Και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι καθολική, ώστε το παιδί να μεγαλώνει υγιές.
Η σύγκριση των ΗΠΑ και της Σουηδίας είναι αποκαλυπτική. Στη βάση συγκρίσιμων δεδομένων και ορισμών, που παρέχει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, οι ΗΠΑ παρουσιάζουν ποσοστό φτώχειας 17,3%, σχεδόν διπλάσιο από το 8,4% της Σουηδίας. Και το ποσοστό φυλάκισης στις ΗΠΑ είναι 10 φορές υψηλότερο από εκείνο των 70 ανθρώπων ανά 100.000 στη Σουηδία. Οι ΗΠΑ είναι πλουσιότερες από τη Σουηδία, αλλά οι εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων είναι πολύ μεγαλύτερες στην Αμερική από ό,τι στη Σουηδία, ενώ οι αμερικανικές αρχές αντιμετωπίζουν τους φτωχούς της χώρας περισσότερο τιμωρητικά παρά υποστηρικτικά.
Μία σοκαριστική πραγματικότητα των τελευταίων ετών είναι ότι η Αμερική παρουσιάζει σήμερα το χαμηλότερο σχεδόν ποσοστό κοινωνικής κινητικότητας μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος. Τα φτωχά παιδιά πιθανότατα θα παραμείνουν φτωχά, τα παιδιά που γεννιούνται στην ευμάρεια, πιθανότατα, θα εξελιχθούν σε εύπορους ενήλικες.
Αυτή η διαγενεακή συνέχεια συνιστά μέγιστη σπατάλη ανθρώπινου ταλέντου. Η Αμερική θα πληρώσει το τίμημα μακροπρόθεσμα, εάν δεν αλλάξει πορεία. Η επένδυση στα παιδιά και τους νέους προσφέρει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος σε μία κοινωνία, τόσο σε οικονομικούς όσο και σε ανθρώπινους όρους.
JEFFREY D. SACHS, καθηγητής Οικονομικών και διευθυντής του Earth Institute στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Παρόλα αυτά και οι πλούσιες χώρες αποτυγχάνουν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, αφήνουν με ωμότητα τα φτωχότερα παιδιά να υποφέρουν. Οι φτωχοί άνθρωποι ζουν σε φτωχογειτονιές με φτωχά σχολεία. Οι γονείς είναι συχνά άνεργοι, ασθενείς, διαζευγμένοι ή ακόμη και στη φυλακή. Τα παιδιά παγιδεύονται σε έναν επίμονο γενεαλογικό κύκλο φτώχειας, παρά τη γενική ευμάρεια της αμερικανικής κοινωνίας. Πολύ συχνά τα παιδιά, που μεγαλώνουν στη φτώχεια, καταλήγουν να είναι φτωχά και ως ενήλικες.
Ένα αξιοσημείωτο νέο ντοκιμαντέρ το «The House I Live In» αποκαλύπτει ότι η ιστορία της Αμερικής είναι πολύ πιο θλιβερή και σκληρή από ό,τι πιστεύουμε, εξαιτίας καταστροφικών πολιτικών. Το ντοκιμαντέρ μας ταξιδεύει αρχικά 40 χρόνια πίσω, όταν οι Αμερικανοί πολιτικοί κήρυξαν τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών», με στόχο να περιορίσουν τη χρήση ναρκωτικών, όπως η κοκαΐνη. Όπως όμως ξεκάθαρα καταδεικνύει το ντοκιμαντέρ, ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών εξελίχθηκε σε πόλεμο κατά των φτωχών και ιδιαίτερα κατά των μειονοτήτων.
Στην πραγματικότητα ο πόλεμος κατά των ναρκωτικών οδήγησε σε μαζικές συλλήψεις φτωχών νέων από ομάδες μειονοτήτων. Στις αμερικανικές φυλακές βρίσκονται 2,3 εκατομμύρια άνθρωποι, μεγάλος αριθμός των οποίων είναι φτωχοί, που συνελήφθησαν να πωλούν ναρκωτικά προκειμένου να καλύψουν τον δικό τους εθισμό. Ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό εγκλείστων στον κόσμο- 743 άνθρωποι ανά 100.000!
Το ντοκιμαντέρ σκιαγραφεί έναν εφιαλτικό κόσμο στον οποίο η φτώχεια μεταδίδεται από τον έναν στον άλλο, με το σκληρό, δαπανηρό και αναποτελεσματικό «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» να διευκολύνει τη διαδικασία. Οι φτωχοί, συχνά Αφροαμερικανοί, δεν μπορούν να βρουν εργασία ή έχουν επιστρέψει από θητεία στο στρατό χωρίς προσόντα ή επαφές για απασχόληση. Πέφτουν στη φτώχεια και στρέφονται στα ναρκωτικά.
Αντί να λαμβάνουν κοινωνική και ιατροφαρμακευτική στήριξη, συλλαμβάνονται και εξελίσσονται σε εγκληματίες. Από το σημείο αυτό και μετά μπαινοβγαίνουν στο σωφρονιστικό σύστημα και έχουν ελάχιστες πιθανότητες να βρουν κάποια στιγμή μία νόμιμη εργασία, που θα τους επιτρέψει να ξεφύγουν από τη φτώχεια. Τα παιδιά τους μεγαλώνουν χωρίς γονείς, χωρίς ελπίδα και στήριξη. Τα παιδιά των τοξικομανών γίνονται συχνά και τα ίδια χρήστες ναρκωτικών. Πολύ συχνά καταλήγουν και τα ίδια στη φυλακή, πέφτουν θύματα βίας ή οδηγούνται πρόωρα στο θάνατο.
Το παράλογο του πράγματος είναι ότι οι ΗΠΑ αποτυγχάνουν να δουν το προφανές εδώ και 40 χρόνια. Προκειμένου να σπάσει το φαύλο κύκλο της φτώχειας, μία χώρα πρέπει να επενδύσει στο μέλλον των παιδιών και όχι στη φυλάκιση 2,3 εκατομμυρίων ανθρώπων, πολλούς εξ αυτών για μη βίαιες παρανομίες, που είναι αποτέλεσμα της φτώχειας.
Αρκετοί πολιτικοί είναι πρόθυμοι συνεργοί σε αυτή την παράνοια. Παίζουν με τους φόβους της μεσαίας τάξης, ιδιαίτερα με το φόβο της μεσαίας τάξης για τις μειονότητες, προκειμένου να διαιωνίσουν τη λάθος αυτή κατεύθυνση των κοινωνικών προσπαθειών και των κρατικών δαπανών.
Το συμπέρασμα είναι αυτό: Οι κυβερνήσεις έχουν έναν μοναδικό ρόλο να διαδραματίσουν για να διασφαλίσουν ότι όλα τα νέα μέλη μίας γενιάς- τόσο τα φτωχά όσο και τα πλούσια παιδιά- θα έχουν μία ευκαιρία. Ένα φτωχό παιδί δύσκολα θα ξεφύγει από τη φτώχεια των γονιών του χωρίς ισχυρά και αποτελεσματικά κυβερνητικά προγράμματα, που στηρίζουν την υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και αξιοπρεπή διατροφή.
Αυτή είναι η ιδιοφυΐα της «κοινωνικής δημοκρατίας, της φιλοσοφίας, που αναπτύχθηκε αρχικά στη Σκανδιναβία, αλλά επεκτάθηκε σε αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κόστα Ρίκα. Η ιδέα είναι απλή και πανίσχυρη: Όλοι οι άνθρωποι αξίζουν μίας ευκαιρίας και η κοινωνία θα πρέπει να βοηθά τους πάντες να διασφαλίζουν αυτή την ευκαιρία. Οι οικογένειες θα πρέπει πρωτίστως να έχουν βοήθεια για να αναθρέψουν υγιή και μορφωμένα παιδιά. Οι κοινωνικές επενδύσεις είναι πολύ μεγάλες, χρηματοδοτούμενες από φόρους, τους οποίους οι πλούσιοι πράγματι πληρώνουν και δεν αποφεύγουν.
Αυτή είναι η βασική μέθοδος για να σπάσουμε την διαγενεακή μετάδοση της φτώχειας. Ένα φτωχό παιδί στη Σουηδία έχει από την πρώτη στιγμή κρατική στήριξη. Οι γονείς του παιδιού έχουν εγγυημένη γονεακή άδεια, προκειμένου να μπορέσουν να μεγαλώσουν το βρέφος. Η κυβέρνηση στη συνέχεια προσφέρει υψηλής ποιότητας βρεφονηπιακές υπηρεσίες, που επιτρέπουν στη μητέρα- η οποία γνωρίζει ότι το παιδί της είναι σε ένα ασφαλές περιβάλλον- να επιστρέψει στη δουλειά. Η κυβέρνηση διασφαλίζει ότι όλα τα παιδιά θα έχουν μία θέση σε παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, ώστε να είναι έτοιμα για το σχολείο στην ηλικία των έξι ετών. Και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι καθολική, ώστε το παιδί να μεγαλώνει υγιές.
Η σύγκριση των ΗΠΑ και της Σουηδίας είναι αποκαλυπτική. Στη βάση συγκρίσιμων δεδομένων και ορισμών, που παρέχει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, οι ΗΠΑ παρουσιάζουν ποσοστό φτώχειας 17,3%, σχεδόν διπλάσιο από το 8,4% της Σουηδίας. Και το ποσοστό φυλάκισης στις ΗΠΑ είναι 10 φορές υψηλότερο από εκείνο των 70 ανθρώπων ανά 100.000 στη Σουηδία. Οι ΗΠΑ είναι πλουσιότερες από τη Σουηδία, αλλά οι εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων είναι πολύ μεγαλύτερες στην Αμερική από ό,τι στη Σουηδία, ενώ οι αμερικανικές αρχές αντιμετωπίζουν τους φτωχούς της χώρας περισσότερο τιμωρητικά παρά υποστηρικτικά.
Μία σοκαριστική πραγματικότητα των τελευταίων ετών είναι ότι η Αμερική παρουσιάζει σήμερα το χαμηλότερο σχεδόν ποσοστό κοινωνικής κινητικότητας μεταξύ των χωρών υψηλού εισοδήματος. Τα φτωχά παιδιά πιθανότατα θα παραμείνουν φτωχά, τα παιδιά που γεννιούνται στην ευμάρεια, πιθανότατα, θα εξελιχθούν σε εύπορους ενήλικες.
Αυτή η διαγενεακή συνέχεια συνιστά μέγιστη σπατάλη ανθρώπινου ταλέντου. Η Αμερική θα πληρώσει το τίμημα μακροπρόθεσμα, εάν δεν αλλάξει πορεία. Η επένδυση στα παιδιά και τους νέους προσφέρει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος σε μία κοινωνία, τόσο σε οικονομικούς όσο και σε ανθρώπινους όρους.
JEFFREY D. SACHS, καθηγητής Οικονομικών και διευθυντής του Earth Institute στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου