Με εγκύκλιο του υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Πάνου Τσακλόγλου δίνονται διευκρινίσεις για τις συντάξεις χηρεία και την εθνική σύνταξη, σε τέσσερα διακριτά και, ταυτόχρονα, συνδεόμενα μεταξύ τους ζητήματα.
Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, βασικός σκοπός της εγκυκλίου, η οποία δεν έχει αναδρομική ισχύ, είναι η αποσαφήνιση των κειμένων διατάξεων, για να δοθούν διευκρινήσεις σε ερωτήματα του e-ΕΦΚΑ και ολοκληρωμένες οδηγίες για την αποτελεσματική ανάπτυξη των πληροφοριακών συστημάτων και λογισμικών του Φορέα, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η άρτια εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων και η εύρυθμη λειτουργία του κοινωνικοασφαλιστικού μας συστήματος.
Το ανώτατο και το κατώτατο όριο σύνταξης λόγω θανάτου
Το συνολικό ποσό των κατά μεταβίβαση συντάξεων που καταβάλλονται στα δικαιοδόχα πρόσωπα (σύζυγος, τέκνα) λόγω θανάτου του συνταξιούχου δεν μπορεί να υπερβαίνει τη σύνταξη του θανόντος. Αντιστοίχως, το ποσό του συνόλου των κατά μεταβίβαση συντάξεων που καταβάλλονται στα δικαιοδόχα πρόσωπα δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο των 360 ευρώ.
Εξαίρεση αποτελούν τα ορφανά τέκνα και από τους δύο γονείς στα οποία το κατώτατο όριο δεν επιμερίζεται αλλά το καθένα λαμβάνει τουλάχιστον το κατώτατο όριο.
Το πλήθος δικαιωμάτων σε ανταποδοτική σύνταξη επί σώρευσης συντάξεων διαφορετικής αιτίας στο πρόσωπο του θανόντος
Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου που ελάμβανε δύο ανταποδοτικές συντάξεις, το δικαίωμα των δικαιοδόχων στη σύνταξη του θανόντος είναι ενιαίο και αδιαίρετο, ανεξαρτήτως του πλήθους και του είδους των δικαιωμάτων που μεταβιβάζονται από τον θανόντα.
Τι ισχύει μετά την πρώτη τριετία
Για τα τρία πρώτα χρόνια μετά το θάνατο του συνταξιούχου, καταβάλλεται στον επιζώντα σύζυγο ολόκληρη η σύνταξη χηρείας, η οποία ισούται με το 70% της σύνταξης του θανόντος. Οι κανόνες σώρευσης της εθνικής σύνταξης, όπως αναλύθηκαν παραπάνω, εφαρμόζονται απαρέγκλιτα.
Με το πέρας της πρώτης τριετίας, πάντα σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, η σύνταξη προσαρμόζεται και καταβάλλεται το ήμισυ αυτής (δηλαδή, το 35% της σύνταξης του θανόντος), εφόσον ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε άλλη πηγή. Εάν ο επιζών σύζυγος είναι ανάπηρος σε ποσοστό τουλάχιστον 67%, εξακολουθεί να λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη χηρείας, χωρίς περικοπή, για όσο διαρκεί η αναπηρία.
Αναλυτικά στην εγκύκλιο αναφέρονται τα εξής:
Κατώτατο και ανώτατο όριο σύνταξης αιτία θανάτου (παρ. 4Β του άρθρου 12 του ν.4384/2016)
Σύμφωνα με την υποπαρ. Β της παρ. 4 του άρθρου 12 του ν.4387/2016:
«4Β. Το συνολικό ποσό της κατά μεταβίβαση σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα το ποσοστό των τέκνων.
(4.Β.α) Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου, δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 του παρόντος νόμου που αντιστοιχεί σε είκοσι (20) έτη ασφάλισης. Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντος είναι μικρότερος των είκοσι (20) ετών, το ως άνω ποσό βαίνει μειούμενο κατά 1,25% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των είκοσι (20) ετών και μέχρι τη συμπλήρωση δεκαπέντε (15) ετών ασφάλισης. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο των δεκαπέντε (15) ετών, το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των τριακοσίων εξήντα (360) ευρώ. Τα ποσά των προηγούμενων εδαφίων επιμερίζονται μεταξύ επιζώντος και διαζευγμένου συζύγου, σύμφωνα με τα ποσοστά που προβλέπονται στην υποπερίπτωση β΄ της περίπτωσης Α΄ της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου