Ο ρόλος του κοινωνικού επιστήμονα δεν πρέπει να περιορίζεται στη διάγνωση των ζημιών που προκάλεσαν οι επιλογές των «οικονομιστών» οικονομολόγων, αλλά να διευρυνθεί στο επίπεδο της παρέμβασης στο χώρο των πολιτικών αποφάσεων οι οποίες επαφίενται σε αυτούς ή σε πολιτικούς που εμπνέονται αποκλειστικά από αυτούς.
Μετά από δεκαπέντε χρόνια πολύμορφης οικονομικο-κοινωνικής κρίσης, τόσο σε παγκόσμιο όσο και εθνικό επίπεδο, είναι γνωστό πια πως τα αποτελέσματα της ήταν τραγικά. Η μαζική ανεργία, η φτώχια, η εργασιακή επισφάλεια, η μόνιμη κοινωνική ανασφάλεια στην οποία καταδικάστηκε ένα συνεχώς διευρυνόμενο τμήμα πολιτών που έφτασε μέχρι και τις μεσαίες τάξεις, η βαθύτατη αποηθικοποίηση που συνδέθηκε με την αποδόμηση στοιχειωδών μορφών αλληλεγγύης, κυρίως οικογενειακών, με όλες τις συνέπειες που προήλθαν από αυτή την κατάσταση ανομίας (νεανική παραβατικότητα, έγκλημα, ναρκωτικά, αλκοολισμός και επιστροφή των φασιστικών τάσεων), δεν είναι παρά ορισμένα από τα πιο γνωστά.
H παγκόσμια αυτή κρίση του 2008 έδωσε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί γρήγορα και έντονα ένας ευρύς και συστηματικός επιστημονικός και πολιτικός προβληματισμός γύρω από τις αιτίες, γύρω από το ζήτημα της μέτρησης των επιπτώσεων των μέτρων που υιοθετήθηκαν για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας, γεγονός που οδήγησε στην προβολή και επέκταση της επιστημονικής συζήτησης, γύρω από τον τρόπο που αποτιμώνται οι δημόσιες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές.
Εάν το ζήτημα της μέτρησης των οικονομικών επιδόσεων και της κοινωνικής προόδου παίρνει σήμερα μια τόσο σημαντική διάσταση, είναι γιατί ακριβώς έγινε πια ευρέως συνειδητό ότι οι συνήθεις μετρήσεις μπορούν να αποτελέσουν έναν μέγιστο κίνδυνο καθώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν από πολιτικές οι οποίες θα οδηγήσουν τις κοινωνίες σε δύσκολες ατραπούς, γεγονός που επιβεβαιώθηκε, άλλη μια φορά, πρόσφατα από την παγκόσμια και εθνική οικονομική κρίση αλλά και ακόμα πιο πρόσφατα από την παγκόσμια κρίση της δημόσιας υγείας, κατά την οποία τέθηκε σε όλους τους τόνους το ζήτημα της «ανάπτυξης», του «κράτους», της «ποιότητας ζωής», της «ευτυχίας των πολιτών», κ.ά.
Το ζήτημα, βέβαια, δεν αντιμετωπίστηκε μόνο τεχνικά και θεωρητικά, αλλά ευθέως πολιτικά καθώς η συζήτηση αυτή βασίστηκε στην εκτίμηση πως η σοβαρότητα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης αποτελούσε μια ιστορική ευκαιρία για να επανατεθούν οι όροι της νομιμοποίησης του διαζεύγματος φιλελευθερισμός ή βαρβαρότητα.Πράγματι, στα διεθνή φόρα και οι πιο έγκριτοι διεθνείς οργανισμοί οργάνωσαν ομάδες εργασίας με αντικείμενο, σε τελική ανάλυση, αν υπό τις σημερινές συνθήκες ανάπτυξη και δικαιοσύνη μπορούν να συνεχίζουν να αρθρώνονται μεταξύ τους με τη μορφή ενός παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος και, συνεπώς, αν κάθε υπεύθυνη πολιτική εξουσία είναι αναγκασμένη να δρα ως εάν όφειλε πάντα να επιλέγει ή τουλάχιστον να σταθμίζει ανάμεσα στους δυο αυτούς όρους, εκ των οποίων ο ένας, η ανάπτυξη, προσδιορίζεται, υποτίθεται πλέον, εξωγενώς και με τεχνικούς όρους, ενώ ο άλλος, η δικαιοσύνη, παραμένει πάντα αντικείμενο μιας εθνικής πολιτικής επιλογή και δε μπορεί να αντιμετωπιστεί, υπό τους σημερινούς ιστορικούς όρους, παρά μόνο μερικώς.
Μετά από τόσα χρόνια οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στη χώρα μας, αλλά και προβληματισμού, επιστημονικού και ευρύτερα κοινωνικού και πολιτικού, σχετικά με τις αιτίες, τους τρόπους διαχείρισης της κρίσης και τις προοπτικές του μέλλοντος της ελληνικής κοινωνίας, έχουν πληρωθεί και στη χώρα μας οι συνθήκες για την ανάπτυξη ενός επιστημονικού και κοινωνικού διαλόγου σχετικά με τη συνάρτηση, ανάμεσα στις οικονομικές επιδόσεις και την κοινωνική πρόοδο.
Το θεμελιώδες ερώτημα του διαλόγου αυτού είναι ξεκάθαρο: Μπορούμε να επεξεργασθούμε επιστημονικά θεμελιωμένες ρεαλιστικές πολιτικές οι οποίες, συνδυάζοντας τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα και κοινωνική ευημερία, και συμβάλλοντας στο μετασχηματισμό της κυρίαρχης αντίληψης του τρόπου λειτουργίας και αναπαραγωγής της οικονομίας και της κοινωνίας, είναι δυνατόν να αποκηρύξουν τόσο τον αυταρχικό τεχνοκρατισμό που ισχυρίζεται ότι απεργάζεται την ευδαιμονία των πολιτών χωρίς των ιδίων, όσο και τον δημαγωγικό λαϊκισμό στον οποίο χαρίστηκαν πάρα πολύ συχνά τα κοινωνικά κινήματα παίζοντας, για ακόμη μια φορά, το παιχνίδι των μυωπικών τεχνοκρατών;
Η απάντηση είναι θετική υπό τον όρο πως θα εφοδιαστούμε με όλα τα κατάλληλα και πρωτοποριακά επιστημονικά εργαλεία που θα μας επιτρέψουν να αντιπαραθέσουμε στην αφηρημένη και αναπηρική γνώση που προωθεί η σημερινή κυρίαρχη οικονομική σκέψη, τη γνώση που θα σέβεται περισσότερο τους ανθρώπους και τις πραγματικές καταστάσεις με τις οποίες έρχονται αντιμέτωποι, θα αναδεικνύει τις ουσιαστικές αιτίες των διαφόρων μορφών κοινωνικής οδύνης που πλήττουν τους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, των σύγχρονων κοινωνιών, θα κατανοεί και θα εξηγεί πλήρως τις σχέσεις με το παρόν και το μέλλον που διατηρούν και επιθυμούν να διατηρήσουν οι πολίτες.
Στην προοπτική αυτή, ο ρόλος, σήμερα, του κοινωνικού επιστήμονα δεν πρέπει να περιορίζεται στη διάγνωση των ζημιών που προκάλεσαν οι επιλογές των «οικονομιστών» οικονομολόγων αλλά να διευρυνθεί στο επίπεδο της παρέμβασης στο χώρο των πολιτικών αποφάσεων οι οποίες επαφίενται σε αυτούς ή σε πολιτικούς που εμπνέονται αποκλειστικά από αυτούς.
Και η παρέμβαση αυτή, μέσω της έρευνας και της αντίστοιχης έκδοσης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, περνά αναγκαστικά από τη συστηματική συσχέτιση οικονομικών δεικτών με τυπικούς κοινωνικούς δείκτες προκειμένου, αφ’ ενός, να αντικειμενικοποιηθούν με ακρίβεια οι επιπτώσεις της οικονομικής βίας που παράγει η σημερινή κυριαρχούμενη από την ιδεολογία της αγοράς «πανλογική» οικονομική πολιτική και, αφ’ ετέρου, να συγκροτηθούν οι βάσεις μιας οικονομίας της ευτυχίας ικανής να λαμβάνει υπόψη όλα αυτά που ο κυρίαρχος οικονομικός λόγος αφήνει έξω από τους υπολογισμούς του.
Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας του τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου