Η ρατσιστική βία, κυρίως στη μη πολιτικά ιδεολογικοποιημένη της
έκφανση, είναι μια εκδήλωση ωμής και άναρθρης μορφής κοινωνικού
αναλφαβητισμού. Στη δε πολιτική και ιδεολογική της παραίνεση,
νομιμοποίηση ή ανοχή εκφράζει τον απόλυτο σκοταδισμό.
Παρά ταύτα το φαινόμενο παίρνει μεγάλες διαστάσεις ακόμη και σε περιόδους που διατηρείται, σχεδόν καθολικά σε ζητήματα αρχής, η μη αμφισβήτηση της τυπικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Διογκώνεται επίσης σε περιόδους κρίσης και αστάθειας, καθώς μαζί με το πολιτικό περιεχόμενο που ενοχοποιείται για μια φθίνουσα πορεία σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, γενικεύεται η αμφισβήτηση και αγγίζει τα θεμέλια της θεσμικής δημοκρατίας.
Οι υπηρέτες του πολιτικού και κοινωνικού σκοταδισμού θέλουν να βλέπουν την κρίση όχι μόνο ως αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος που περιορίζεται στην ευθύνη των πολιτικών σχηματισμών και στο περιεχόμενο μιας ασκούμενης πολιτικής, αλλά ως μια κρίση που είναι ευκαιρία να επεκταθεί και στο ίδιο το πολιτικό στερέωμα των δημοκρατικών θεσμών, στο ίδιο το κοινοβούλιο. Ωσάν ο ίδιος ο πολιτικός συμβολισμός της δημοκρατίας να ταυτίζεται και να ευθύνεται για την κρίση και όχι αποκλειστικά το ίδιο το περιεχόμενο της πολιτικής διακυβέρνησης σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Γιγαντιαία ευκαιρία για τον σκοταδισμό. Η διαπόμπευση των αρχών και των θεσμών της δημοκρατίας είναι ο στόχος, η καταγγελία διεφθαρμένων πολιτικών διακυβερνήσεων το μέσον και οι πράξεις, όπως και αυτές που συνοδεύονται από ρατσιστική βία, η κατάδειξη πολιτικής και κοινωνικής ισχύος.
Που βρίσκεται το λάθος; Βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν έχει γίνει αντιληπτό, ούτε έχει καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια από τον δημοκρατικό κόσμο στο να κατισχύσει κοινωνικά η άποψη ότι η Δημοκρατία είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή μορφή διακυβέρνησης. Η δημοκρατική νομιμοποίηση δεν μπορεί να αποκτηθεί ή να διατηρηθεί χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη και χωρίς παιδεία δημοκρατίας που να εξειδικεύεται και να αποτελεί σοβαρή εσωτερική υπόθεση σε όλους τους οργανωμένους τομείς της κοινωνικής ζωής. Κατά αυτόν τον τρόπο η ίση νομική προστασία και η πίστη στη νομιμότητα μπορούν να αποτελούν μία αναγκαία, αλλά όχι πάντα επαρκή συνθήκη για τη συγκρότηση μιας κοινωνικά δίκαιης δημοκρατικής κοινωνίας.
Ο δημοκρατικός μας πολιτισμός απαιτεί ποιότητα στις αρχές νομιμότητας. Η θεσμική συγκρότηση της δημοκρατίας προϋποθέτει και απαιτεί όχι μόνο λειτουργικές προσαρμογές, αλλά κυρίως κοινωνική αποδοχή και εδραιωμένες δημοκρατικές πεποιθήσεις που εκφράζονται και εκδηλώνονται στη ζωντανή καθημερινή ζωή. Δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικά χωρίς κοινωνικά δικαιώματα, ανεκτικότητα, αμοιβαίο σεβασμό, κοινωνική αναγνώριση της διαφοράς. Αυτά δεν είναι έμφυτα αλλά κατακτούνται ως διάσπαρτες μορφές κοινωνικού συμβολαίου μέσα στον πυρήνα και την οντότητα του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η έννομη τάξη των σύγχρονων δημοκρατικών κοινωνιών οικοδομείται πάνω σε άτομα, τα οποία αποτελούν και τους φορείς έννομων σχέσεων και δικαιωμάτων, και όχι σε ομάδες, τίθεται το ζήτημα της προστασίας και διαφύλαξης των δικαιωμάτων και συμφερόντων ομάδων σε συλλογικό επίπεδο. Οι σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες οφείλουν να σέβονται την πολιτισμική διαφορά, όχι ως περιχαρακωμένη και τελικά εκτεθειμένη απέναντι στους σκοταδιστές ετερότητα, αλλά ως διαπολιτισμικό αγαθό και κεκτημένο. Η συζήτηση περί πολυπολιτισμικότητας και γενικά περί πολιτισμικής διαφοράς που ενέχει ορατούς κινδύνους διακρίσεων και συγκρούσεων πρέπει να μετατοπισθεί στο επίπεδο των εδραιωμένων δημοκρατικών αρχών που διαφυλάττουν κυρίως τον κοινό κοινωνικό χαρακτήρα των δικαιωμάτων και μπορούν να διασφαλίζουν την ύπαρξη μιας συνεκτικής κοινωνίας ελεύθερων και ενεργών πολιτών, ανεξάρτητα από τις πολιτισμικές τους καταβολές.
Στην καθημερινή ζωή των πολιτών, η δημοκρατία στηρίζεται κυρίως στη δημοκρατική εικόνα του εαυτού μας. Η πολιτική απαξία, η κοινωνική υποβάθμιση ή η άγνοια αυτού του ουσιαστικού περιεχομένου καθιστά ευάλωτη την ίδια τη δημοκρατία και σε επίπεδο θεσμών. Η έκρηξη μισαλλοδοξίας και κοινωνικού ρατσισμού σε επίπεδο στάσεων και συμπεριφορών με τυφλό στόχο αποδεικνύει πόσο εύκολα μετουσιώνεται σε δηλωτική μια υφέρπουσα τάση και πόσο κοντά βρίσκεται και ο οργανωμένος πολιτικός εκφραστής της. Γραπώνει την ευκαιρία εκεί που δεν χρειάζεται ο Λόγος, εκεί που το επιχείρημα είναι μια περιττή ρητορεία, εκεί που η επικοινωνία με το διαφορετικό είναι φθορά της καθαρότητας, και τελικά εκεί που η δημοκρατία και η προστασία των αδυνάτων οδηγούν σε εκφυλισμό.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με έναν έντεχνα και υποκριτικά καλλιεργούμενο αντισυστημισμό απέναντι στην αδύναμη και διεφθαρμένη δημοκρατία –μην ξεχνάμε αυτός είναι ο κύριος στόχος και όχι κάποιες διεφθαρμένες κυβερνήσεις – εκτόξευσαν τα εκλογικά ποσοστά του πολιτικού σκοταδισμού στη χώρα μας. Ο κύριος όγκος όσων μετατοπίστηκαν εκεί δεν έχουν προσχωρήσει ιδεολογικά στον φασισμό, ούτε αναζήτησαν πολιτικό καταφύγιο επειδή έχουν πεισθεί για το πολιτικό πρόγραμμα του σκοταδισμού. Εισρέουν σε ένα πολιτικό κέλυφος που ικανοποιεί μόνο ανεπεξέργαστα κατώτερα ένστικτα στα οποία προσδίδει κοινωνικές ιδιότητες και τα ντοπάρει με το μεγαλείο της ισχύος απέναντι σε ευάλωτους πληθυσμούς.
Μάρτυρες – μαζί με γερμανούς φίλους – φαινομένου εκδήλωσης ρατσιστικής βίας απέναντι σε ελληνίδα τρίτης ηλικίας σε τραμ στη Στουτγάρδη η απάντηση που πήραμε από τον νεαρό νεοναζί ήταν «τέρμα η σκιά και οι ενοχές του παρελθόντος». Με άλλα λόγια προειδοποιούσε ότι η εποχή της μεταπολεμικής Γερμανίας στην οποία υπήρξε αυστηρή νομοθεσία απέναντι σε εκδηλώσεις και συμβολισμούς που παρέπεμπαν στον εθνικοσοσιαλισμό κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «αποναζιστικοποίησης» της χώρας είναι ήδη παρελθόν. Βέβαια, η πράξη αυτή αποδοκιμάστηκε την ίδια ώρα από δεκάδες ομοεθνείς του. Αποδοκιμάστηκε επίσης, όπως και άλλες παρόμοιες πράξεις, και από το να χαρακτηρίζονται ως πολιτικές.
Οι δικοί μας ομοεθνείς του σκοταδισμού που πολιτικοποίησαν τον κοινωνικό τους αναλφαβητισμό επιχειρούν να εντυπωσιάσουν με παρόμοιες πράξεις ρατσιστικής βίας εκείνους τους πολίτες, που αβασάνιστα προσπερνούν ακόμη και τις στοιχειώδεις ανθρωπιστικές και δημοκρατικές αξίες ανακαλύπτοντας ή κατασκευάζοντας και αυτοί εχθρούς μέσα από κοινωνικά στρώματα αδυνάτων. Τι θα έλεγαν αλήθεια εάν οι ίδιοι, όπως το παράδειγμα παραπάνω, ήταν τα θύματα μιας αναπάντεχης και αναίτιας εκδήλωσης βίας σε μια άλλη χώρα; Ή νομίζουν ότι η …ανωτερότητα του ελληνισμού επιτρέπει μόνο σε αυτούς παρόμοιες εκδηλώσεις; Ας το υποστηρίξουν αυτό μπροστά σε αντίστοιχες ξενοφοβικές και ρατσιστικές οργανώσεις στο εξωτερικό που απορρίπτουν τους ίδιους ως ξένους.
Χωρίς αυτούς που νομιμοποιούν ή δείχνουν ανοχή στον σκοταδισμό, όπως ο ανυποψίαστος πολίτης του Brecht, που ούτε έβλεπε, ούτε άκουγε για γενικευμένα φαινόμενα βίας παρόμοια πολιτικά μορφώματα μισαλλοδοξίας ίσως εξακολουθούν να υπάρχουν. Θα απολέσουν όμως με βεβαιότητα αυτό που τα καθιστά πραγματικά επικίνδυνα. Τη δύναμή τους να «δηλητηριάζουν» τη δημοκρατική παιδεία και να διεμβολίζουν προπαγανδιστικά χώρους όπου δραστηριοποιούνται νέοι άνθρωποι, οι μελλοντικοί πολίτες. Εάν χάσουν τη δύναμη αυτή, την πολιτική ταυτότητα και την ανατριχιαστική κληρονομιά θα την παραλάβουν μόνο κάποιοι θιασώτες βίας, οι περισσότεροι στα όρια της ψυχοπαθολογίας.
*Εικονιζόμενος πίνακας: «Democracy» του Michel Luc Bellemare
**Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι του συγγραφέα και δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να θεωρηθεί ότι αντανακλούν την επίσημη άποψη της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες
Παρά ταύτα το φαινόμενο παίρνει μεγάλες διαστάσεις ακόμη και σε περιόδους που διατηρείται, σχεδόν καθολικά σε ζητήματα αρχής, η μη αμφισβήτηση της τυπικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Διογκώνεται επίσης σε περιόδους κρίσης και αστάθειας, καθώς μαζί με το πολιτικό περιεχόμενο που ενοχοποιείται για μια φθίνουσα πορεία σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, γενικεύεται η αμφισβήτηση και αγγίζει τα θεμέλια της θεσμικής δημοκρατίας.
Οι υπηρέτες του πολιτικού και κοινωνικού σκοταδισμού θέλουν να βλέπουν την κρίση όχι μόνο ως αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος που περιορίζεται στην ευθύνη των πολιτικών σχηματισμών και στο περιεχόμενο μιας ασκούμενης πολιτικής, αλλά ως μια κρίση που είναι ευκαιρία να επεκταθεί και στο ίδιο το πολιτικό στερέωμα των δημοκρατικών θεσμών, στο ίδιο το κοινοβούλιο. Ωσάν ο ίδιος ο πολιτικός συμβολισμός της δημοκρατίας να ταυτίζεται και να ευθύνεται για την κρίση και όχι αποκλειστικά το ίδιο το περιεχόμενο της πολιτικής διακυβέρνησης σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα. Γιγαντιαία ευκαιρία για τον σκοταδισμό. Η διαπόμπευση των αρχών και των θεσμών της δημοκρατίας είναι ο στόχος, η καταγγελία διεφθαρμένων πολιτικών διακυβερνήσεων το μέσον και οι πράξεις, όπως και αυτές που συνοδεύονται από ρατσιστική βία, η κατάδειξη πολιτικής και κοινωνικής ισχύος.
Που βρίσκεται το λάθος; Βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι δεν έχει γίνει αντιληπτό, ούτε έχει καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια από τον δημοκρατικό κόσμο στο να κατισχύσει κοινωνικά η άποψη ότι η Δημοκρατία είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή μορφή διακυβέρνησης. Η δημοκρατική νομιμοποίηση δεν μπορεί να αποκτηθεί ή να διατηρηθεί χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη και χωρίς παιδεία δημοκρατίας που να εξειδικεύεται και να αποτελεί σοβαρή εσωτερική υπόθεση σε όλους τους οργανωμένους τομείς της κοινωνικής ζωής. Κατά αυτόν τον τρόπο η ίση νομική προστασία και η πίστη στη νομιμότητα μπορούν να αποτελούν μία αναγκαία, αλλά όχι πάντα επαρκή συνθήκη για τη συγκρότηση μιας κοινωνικά δίκαιης δημοκρατικής κοινωνίας.
Ο δημοκρατικός μας πολιτισμός απαιτεί ποιότητα στις αρχές νομιμότητας. Η θεσμική συγκρότηση της δημοκρατίας προϋποθέτει και απαιτεί όχι μόνο λειτουργικές προσαρμογές, αλλά κυρίως κοινωνική αποδοχή και εδραιωμένες δημοκρατικές πεποιθήσεις που εκφράζονται και εκδηλώνονται στη ζωντανή καθημερινή ζωή. Δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστικά χωρίς κοινωνικά δικαιώματα, ανεκτικότητα, αμοιβαίο σεβασμό, κοινωνική αναγνώριση της διαφοράς. Αυτά δεν είναι έμφυτα αλλά κατακτούνται ως διάσπαρτες μορφές κοινωνικού συμβολαίου μέσα στον πυρήνα και την οντότητα του δημοκρατικού πολιτικού συστήματος.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η έννομη τάξη των σύγχρονων δημοκρατικών κοινωνιών οικοδομείται πάνω σε άτομα, τα οποία αποτελούν και τους φορείς έννομων σχέσεων και δικαιωμάτων, και όχι σε ομάδες, τίθεται το ζήτημα της προστασίας και διαφύλαξης των δικαιωμάτων και συμφερόντων ομάδων σε συλλογικό επίπεδο. Οι σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες οφείλουν να σέβονται την πολιτισμική διαφορά, όχι ως περιχαρακωμένη και τελικά εκτεθειμένη απέναντι στους σκοταδιστές ετερότητα, αλλά ως διαπολιτισμικό αγαθό και κεκτημένο. Η συζήτηση περί πολυπολιτισμικότητας και γενικά περί πολιτισμικής διαφοράς που ενέχει ορατούς κινδύνους διακρίσεων και συγκρούσεων πρέπει να μετατοπισθεί στο επίπεδο των εδραιωμένων δημοκρατικών αρχών που διαφυλάττουν κυρίως τον κοινό κοινωνικό χαρακτήρα των δικαιωμάτων και μπορούν να διασφαλίζουν την ύπαρξη μιας συνεκτικής κοινωνίας ελεύθερων και ενεργών πολιτών, ανεξάρτητα από τις πολιτισμικές τους καταβολές.
Στην καθημερινή ζωή των πολιτών, η δημοκρατία στηρίζεται κυρίως στη δημοκρατική εικόνα του εαυτού μας. Η πολιτική απαξία, η κοινωνική υποβάθμιση ή η άγνοια αυτού του ουσιαστικού περιεχομένου καθιστά ευάλωτη την ίδια τη δημοκρατία και σε επίπεδο θεσμών. Η έκρηξη μισαλλοδοξίας και κοινωνικού ρατσισμού σε επίπεδο στάσεων και συμπεριφορών με τυφλό στόχο αποδεικνύει πόσο εύκολα μετουσιώνεται σε δηλωτική μια υφέρπουσα τάση και πόσο κοντά βρίσκεται και ο οργανωμένος πολιτικός εκφραστής της. Γραπώνει την ευκαιρία εκεί που δεν χρειάζεται ο Λόγος, εκεί που το επιχείρημα είναι μια περιττή ρητορεία, εκεί που η επικοινωνία με το διαφορετικό είναι φθορά της καθαρότητας, και τελικά εκεί που η δημοκρατία και η προστασία των αδυνάτων οδηγούν σε εκφυλισμό.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με έναν έντεχνα και υποκριτικά καλλιεργούμενο αντισυστημισμό απέναντι στην αδύναμη και διεφθαρμένη δημοκρατία –μην ξεχνάμε αυτός είναι ο κύριος στόχος και όχι κάποιες διεφθαρμένες κυβερνήσεις – εκτόξευσαν τα εκλογικά ποσοστά του πολιτικού σκοταδισμού στη χώρα μας. Ο κύριος όγκος όσων μετατοπίστηκαν εκεί δεν έχουν προσχωρήσει ιδεολογικά στον φασισμό, ούτε αναζήτησαν πολιτικό καταφύγιο επειδή έχουν πεισθεί για το πολιτικό πρόγραμμα του σκοταδισμού. Εισρέουν σε ένα πολιτικό κέλυφος που ικανοποιεί μόνο ανεπεξέργαστα κατώτερα ένστικτα στα οποία προσδίδει κοινωνικές ιδιότητες και τα ντοπάρει με το μεγαλείο της ισχύος απέναντι σε ευάλωτους πληθυσμούς.
Μάρτυρες – μαζί με γερμανούς φίλους – φαινομένου εκδήλωσης ρατσιστικής βίας απέναντι σε ελληνίδα τρίτης ηλικίας σε τραμ στη Στουτγάρδη η απάντηση που πήραμε από τον νεαρό νεοναζί ήταν «τέρμα η σκιά και οι ενοχές του παρελθόντος». Με άλλα λόγια προειδοποιούσε ότι η εποχή της μεταπολεμικής Γερμανίας στην οποία υπήρξε αυστηρή νομοθεσία απέναντι σε εκδηλώσεις και συμβολισμούς που παρέπεμπαν στον εθνικοσοσιαλισμό κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «αποναζιστικοποίησης» της χώρας είναι ήδη παρελθόν. Βέβαια, η πράξη αυτή αποδοκιμάστηκε την ίδια ώρα από δεκάδες ομοεθνείς του. Αποδοκιμάστηκε επίσης, όπως και άλλες παρόμοιες πράξεις, και από το να χαρακτηρίζονται ως πολιτικές.
Οι δικοί μας ομοεθνείς του σκοταδισμού που πολιτικοποίησαν τον κοινωνικό τους αναλφαβητισμό επιχειρούν να εντυπωσιάσουν με παρόμοιες πράξεις ρατσιστικής βίας εκείνους τους πολίτες, που αβασάνιστα προσπερνούν ακόμη και τις στοιχειώδεις ανθρωπιστικές και δημοκρατικές αξίες ανακαλύπτοντας ή κατασκευάζοντας και αυτοί εχθρούς μέσα από κοινωνικά στρώματα αδυνάτων. Τι θα έλεγαν αλήθεια εάν οι ίδιοι, όπως το παράδειγμα παραπάνω, ήταν τα θύματα μιας αναπάντεχης και αναίτιας εκδήλωσης βίας σε μια άλλη χώρα; Ή νομίζουν ότι η …ανωτερότητα του ελληνισμού επιτρέπει μόνο σε αυτούς παρόμοιες εκδηλώσεις; Ας το υποστηρίξουν αυτό μπροστά σε αντίστοιχες ξενοφοβικές και ρατσιστικές οργανώσεις στο εξωτερικό που απορρίπτουν τους ίδιους ως ξένους.
Χωρίς αυτούς που νομιμοποιούν ή δείχνουν ανοχή στον σκοταδισμό, όπως ο ανυποψίαστος πολίτης του Brecht, που ούτε έβλεπε, ούτε άκουγε για γενικευμένα φαινόμενα βίας παρόμοια πολιτικά μορφώματα μισαλλοδοξίας ίσως εξακολουθούν να υπάρχουν. Θα απολέσουν όμως με βεβαιότητα αυτό που τα καθιστά πραγματικά επικίνδυνα. Τη δύναμή τους να «δηλητηριάζουν» τη δημοκρατική παιδεία και να διεμβολίζουν προπαγανδιστικά χώρους όπου δραστηριοποιούνται νέοι άνθρωποι, οι μελλοντικοί πολίτες. Εάν χάσουν τη δύναμη αυτή, την πολιτική ταυτότητα και την ανατριχιαστική κληρονομιά θα την παραλάβουν μόνο κάποιοι θιασώτες βίας, οι περισσότεροι στα όρια της ψυχοπαθολογίας.
*Εικονιζόμενος πίνακας: «Democracy» του Michel Luc Bellemare
**Οι απόψεις που εκφράζονται στο παρόν άρθρο είναι του συγγραφέα και δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να θεωρηθεί ότι αντανακλούν την επίσημη άποψη της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου