Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί απόσπασμα από την ετήσια έκθεση 2012 του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ για την οικονομία και την απασχόληση και παρουσιάζει τις δραματικές αλλαγές που συντελέστηκαν στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων κατά την περίοδο εφαρμογής των μέτρων του μνημονίου.
Τα χαρακτηριστικά των μέτρων που λαμβάνονται κατά την
τελευταία διετία συνίστανται σε ακραίες εκφράσεις νεοφιλελεύθερης έμπνευσης που
επιβάλλονται με αφορμή την οικονομική κρίση και το μνημόνιο από διεθνείς και
εθνικούς φορείς σχεδιασμού και άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Αυτά
εξειδικεύονται σε παρεμβάσεις που αφορούν, καταρχήν, στη συρρίκνωση της
απασχόλησης και στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στον δημόσιο τομέα στο
πλαίσιο της σύγκλισης με το εργασιακό καθεστώς στον ιδιωτικό τομέα και με όρους
συνολικής υποβάθμισης. Η απορρύθμιση της εργασίας στο Δημόσιο δημιουργούν το
κατάλληλο έδαφος για την εκτεταμένη απορρύθμιση της εργασίας στον ιδιωτικό
τομέα με την περαιτέρω ενίσχυση της ευέλικτης και επισφαλούς εργασίας, την
διευκόλυνση των απολύσεων και την αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών
διαπραγματεύσεων.
Ειδικότερα:
α) Η μείωση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα συντελείται
με την καθιέρωση της σχέσης 1:5 και 1:10 μεταξύ προσλήψεων και αποχωρήσεων, με
την εισαγωγή των μέτρων της προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας και της
εργασιακής εφεδρείας που συνίστανται σε έμμεσες απολύσεις, και με την
συρρίκνωση των θέσεων προσωρινής απασχόλησης που σε μεγάλο βαθμό καλύπτουν
πάγιες ανάγκες. Οι εξελίξεις αυτές περιορίζουν το ποσοστό της απασχόλησης στο
Δημόσιο στο 16% που υπολείπεται αισθητά των αντίστοιχων μεγεθών που
καταγράφονται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Επιπλέον με το δεύτερο
μνημόνιο προβλέπεται μείωση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα κατά 15.000 και
κατά 150.000 θέσεις εργασίας για το 2012 και για την περίοδο 2012-15
αντίστοιχα. Παράλληλα επέρχεται γενικευμένη μείωση των αποδοχών που κυμαίνεται
από 10%-50% μέσα από άμεσες νομοθετικές παρεμβάσεις στους μισθούς και στα
επιδόματα και από την κατάργηση συλλογικών συμβάσεων και κανονισμών προσωπικού
με ιδιαίτερη έμφαση στην άρση της πρόσθετης προστασίας από τις απολύσεις για
τους εργαζόμενους με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Στο πλαίσιο δε του δεύτερου
μνημονίου αναμένονται μέτρα που θα κινούνται προς την πλήρη ευθυγράμμιση στο
εργασιακό καθεστώς μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
β) Η διευκόλυνση των
απολύσεων επιχειρείται σε μια περίοδο όξυνσης της ανεργίας επιτείνοντας το
αίσθημα της εργασιακής ανασφάλειας. Η χαλάρωση της προστασίας των εργαζομένων
τόσο στο πεδίο των ατομικών όσο και στο πεδίο των ομαδικών απολύσεων αποτελεί
ένα ακόμη πλήγμα σε ένα βασικό άξονα του εργατικού δικαίου. Με τα υιοθετηθέντα
μέτρα κατά το πρώτο μνημόνιο μειώνεται το κόστος των απολύσεων μέσω της
σύντμησης από τους 24 στους 6 μήνες του ανώτατου χρόνου προειδοποίησης σε
περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων και με αποτέλεσμα να μειώνεται το κόστος
των απολύσεων μέχρι και 18 μισθούς για τους εργαζόμενους με μεγάλη προϋπηρεσία.
Παράλληλα διευκολύνονται οι εργοδότες να καταβάλλουν τις αποζημιώσεις απόλυσης
σε περισσότερες και χαμηλότερες δόσεις σε σχέση με το παρελθόν περιορίζοντας
και το όριο της τμηματικής εξόφλησης της αποζημίωσης από τους μισθούς των 6
μηνών στους 2 μήνες. Επίσης επεκτείνεται από τους 2 στους 12 μήνες ο ελάχιστος
χρόνος απασχόλησης που απαιτείται για την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης από
τον εργοδότη μετά από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αόριστης διάρκειας.
Αναφορικά, τέλος, με το όριο για τις ομαδικές απολύσεις, αυτό αυξάνεται από 4
σε 6 εργαζόμενους για τις επιχειρήσεις που απασχολούν από 20-150 εργαζόμενους
και από 2% σε 5% για τις μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις.
γ)Η ενίσχυση των
ευέλικτων και επισφαλών μορφών απασχόλησης συντελείται με ποικιλία ρυθμίσεων
του πρώτου μνημονίου. Σε αυτές συγκαταλέγονται η επέκταση από τους 18 στους 36
μήνες του ανώτατου χρόνου δανεισμού των εργαζομένων, η επέκταση από τα 2 στα 3
έτη του ανώτατου χρόνου ανανεώσεων των συμβάσεων προσωρινής απασχόλησης, η
επέκταση από τους 6 στους 9 μήνες ανά ημερολογιακό έτος της διάρκειας της εκ περιτροπής
εργασίας(4ήμερα, 3ήμερα), η κατάργηση των προσαυξήσεων στην αμοιβή της μερικής
απασχόλησης στις περιπτώσεις των υπερωριών και της εργασίας μικρότερης των 20
ωρών εβδομαδιαίως.
δ)Η αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών
διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας αποτελεί το ενδιάμεσο
στάδιο που οδηγεί στην εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων και του τρόπου
διαμόρφωσης των μισθών. Με το πρώτο μνημόνιο αίρεται μια βασική αρχή του
εργατικού δικαίου, εκείνη της ευνοϊκότερης ρύθμισης υπέρ του εργαζόμενου, μέσα
από τη νομοθετική αναγνώριση της δυνατότητας να υπογράφονται επιχειρησιακές
συλλογικές συμβάσεις με δυσμενέστερο περιεχόμενο και να υπερισχύουν του
αντίστοιχου των κλαδικών. Με το δεύτερο μνημόνιο μειώνεται ο γενικός κατώτατος
μισθός, κατά 22%(και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών),με νομοθετική
παρέμβαση καταργώντας τον ρόλο της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης.
Παράλληλα, αναστέλλονται οι αυξήσεις με συλλογικούς όρους σε βασικούς μισθούς,
ωριμάνσεις και επιδόματα πολυετίας μέχρι το ποσοστό της ανεργίας να μειωθεί
κάτω από το 10%, γεγονός που δεν προβλέπεται να επέλθει υπό τις ασκούμενες
πολιτικές, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, πριν από το 2023. Θα
πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι οι πρόσφατες αλλαγές στο σύστημα των
συλλογικών συμβάσεων δεν επιδρούν μόνο στους γενικούς κατώτατους μισθούς αλλά,
σε συνδυασμό με μέτρα του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου, συντελούν στην
διολίσθηση των μέσων μισθών προς τα κατώτατα επίπεδα των αποδοχών της μισθωτής
εργασίας. Αυτό επιδιώκεται με τις ακόλουθες ρυθμίσεις:
• Με τη νομοθετική καθιέρωση του παγώματος των αυξήσεων
• Με την αναστολή της επέκτασης της εφαρμογής των κλαδικών
και ομοιεπαγγελματικών συμβάσεων στο σύνολο των εργαζόμενων του κλάδου και του
επαγγέλματος που ωθεί επιχειρήσεις να αποχωρούν από τις εργοδοτικές οργανώσεις που
υπογράφουν σχετικές συλλογικές συμβάσεις και δεσμεύονται από αυτές, και άλλες
να μην υποχρεώνονται να τις εφαρμόζουν και να υπογράφουν ατομικές συμβάσεις
δεσμευόμενες μόνο ως προς τα γενικά κατώτατα όρια.
• Με την παροχή της δυνατότητας υπογραφής επιχειρησιακών
συλλογικών συμβάσεων που θα έχουν ως όριο τον γενικό κατώτατο μισθό μη
δεσμευόμενες από τα όρια των αντίστοιχων κλαδικών συμβάσεων.
• Με την μείωση του χρόνου επέλευσης της μετενέργειας των συλλογικών
συμβάσεων σε περίπτωση λήξης ή καταγγελίας τους(από 6 σε 3 μήνες). Με αυτό τον
τρόπο μειώνεται η κανονιστική ισχύς του περιεχομένου των συλλογικών συμβάσεων
και η μετενέργεια στους ατομικούς όρους εργασίας αφορά, στο εξής, μόνο τον
βασικό μισθό και τα επιδόματα τέκνων, εκπαίδευσης, πολυετίας και επικίνδυνης
εργασίας. Οι όροι αυτοί όντας διαπραγματεύσιμοι με νέες ατομικές συμβάσεις
οδηγούν στην εσπευσμένη αποδοχή των συνδικάτων να υπογράφουν συλλογικές
συμβάσεις πριν από την παρέλευση του τριμήνου υπό την πίεση των όρων που θέτει
η εργοδοσία προκειμένου να αποφευχθεί η εξατομίκευση των αμοιβών.
• Η κατάργηση της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη
διαιτησία σε περίπτωση αποτυχίας της μεσολάβησης. Η εξέλιξη αυτή έχει ως
αποτέλεσμα τον περαιτέρω περιορισμό του ρόλου της διαιτησίας να επιλύει
οριστικά τις συλλογικές διαφορές αφήνοντας μετέωρο τον τρόπο επίλυσής τους και
ενισχύοντας την ανασφάλεια των εργαζομένων. Επιπλέον η διαιτησία δεν έχει στο
εξής αρμοδιότητα να επιλαμβάνεται επί του συνόλου της συλλογικής διαφοράς, αλλά
μόνο για το όριο του βασικού μισθού ανά επίπεδο διαπραγμάτευσης. Οι εξελίξεις
αυτές αποθαρρύνουν την πλευρά της εργασίας να επιζητεί τη διαιτησία διότι, και
στην περίπτωση που την αποδεχθεί η εργοδοσία, αυτή επιλαμβάνεται του βασικού
μισθού ενώ παραμένει μετέωρο το πλαίσιο των επιδομάτων, τα θεσμικά ζητήματα
αλλά και όλο το περιεχόμενο των κατακτήσεων που έχει επιτευχθεί από
προγενέστερες συλλογικές ρυθμίσεις. Τα μέτρα αυτά συνηγορούν στην υπογραφή
συλλογικών συμβάσεων από τα συνδικάτα υπό συνθήκες ιδιαίτερης πίεσης.
• Η υποχρέωση προσήλωσης των μεσολαβητών και των διαιτητών
στην ανάγκη μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας και ενίσχυσης της
ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων σε συνάρτηση με την πορεία του μισθολογικού
κόστους. ε) Στα μέτρα αυτά προστίθενται οι ρυθμίσεις για τη μείωση του κόστους
της υπέρβασης του ωραρίου της ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης κατά 20%
αναφορικά με την υπερεργασία και την υπερωριακή εργασία. στ) Τέλος, η περαιτέρω
μείωση του μισθολογικού κόστους αναμένεται να προκύψει και από μέτρα που
συγκαταλέγονται στο δεύτερο μνημόνιο όπως η περαιτέρω μείωση του γενικού
κατώτατου μισθού(ήδη 586 και 511ευρώ), η τυπική κατάργηση του 13ου και 14ου
μισθού(έχουν ήδη απολεσθεί 3 μισθοί), η καθιέρωση των ελεύθερων οικονομικών
ζωνών που παραπέμπει σε ειδικό μισθολογικό, ασφαλιστικό και φορολογικό
καθεστώς, και η ελαστικοποίηση του εργάσιμου χρόνου με ατομικούς όρους που
αποσκοπεί στη μη πληρωμή των προσαυξήσεων για την υπερωριακή απασχόληση οι
οποίες θα υποστούν πρόσθετες μειώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου